Όταν ο διακατεχόμενος από έντονο και σφοδρό σεξουαλικό πόθο βρίσκεται σε πλήρη και περήφανη στύση. Ο όρος απαντάται κυρίως στην Κρήτη και τυγχάνει κυριολεκτικής αλλά και μεταφορική χρήσης, εκφράζοντας ακατανίκητη επιθυμία.

Παραλλαγή: ολοκαύλωτος.

  1. - Ξαπλωμένος όλο το βράδυ δίπλα της και αυτή να τρίβεται συνέχεια πάνω στη γκλίτσα. Καταλαβαίνεις, να προσπαθώ όλο το βράδυ να κοιμηθώ, ολόκαυλος!

  2. - Θα κατέβουμε στον αγώνα ολόκαυλοι και δεν σας βλέπω να την βγάζετε καθαροί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
HODJAS

Στο Ηράκλειο λένε «ολόχεστος» = μαστουρωμένος.

#2
xalikoutis

λέγεται και το «ολότροζος» ή «ολότρεζος», ο τελείως τρελός.

#3
GATZMAN

Και το ολόγρος (βρεμένος ως το κόκκαλο), αλλά και το ολολάσπωτος

#4
malakia

Εχω ακούσει και το ασυνήθιστο όνομα Ολόβολος..