Όταν ο διακατεχόμενος από έντονο και σφοδρό σεξουαλικό πόθο βρίσκεται σε πλήρη και περήφανη στύση. Ο όρος απαντάται κυρίως στην Κρήτη και τυγχάνει κυριολεκτικής αλλά και μεταφορική χρήσης, εκφράζοντας ακατανίκητη επιθυμία.
Παραλλαγή: ολοκαύλωτος.
- Ξαπλωμένος όλο το βράδυ δίπλα της και αυτή να τρίβεται συνέχεια πάνω στη γκλίτσα. Καταλαβαίνεις, να προσπαθώ όλο το βράδυ να κοιμηθώ, ολόκαυλος!
- Θα κατέβουμε στον αγώνα ολόκαυλοι και δεν σας βλέπω να την βγάζετε καθαροί.
4 comments
HODJAS
Στο Ηράκλειο λένε «ολόχεστος» = μαστουρωμένος.
xalikoutis
λέγεται και το «ολότροζος» ή «ολότρεζος», ο τελείως τρελός.
GATZMAN
Και το ολόγρος (βρεμένος ως το κόκκαλο), αλλά και το ολολάσπωτος
malakia
Εχω ακούσει και το ασυνήθιστο όνομα Ολόβολος..