Λέξι τῆς Καστρινῆς διαλέκτου τῆς τοπολαλιᾶς τῶν Ἰωαννίνων, ποὺ σημαίνει γαμάω. Ταυτόσημος, μὲ διαφορετικὴ ὅμως διάθεσι, ἡ περίφρασις «ντινέρω πιτχά».
Τὸ ἔτυμον ἀναζητεῖται.
Ἡ Καστρινὴ διάλεκτος ὡμιλεῖτο ἐντὸς τοῦ περιβόλου τοῦ Κάστρου Ἰωαννίνων· ἀντιστοιχεῖ σὲ ἕνα εἶδος τοπικῆς κουτσαβακικῆς.
Αὐθεντικὴ ἀτάκα· γυρνᾶμε ξημερώματα στὸ σπίτι Γιαννιώτη συμφοιτητοῦ γιὰ ὕπνο. Ἄθελά μας, ξυπνάμε τὸν Μίμη, τὸν ἀδελφό του. Ἐκεῖνος, μὲ τὸ ἕνα μάτι ἀνοικτὸ καὶ μὲ μισὸ στόμα μᾶς λέει:
- Χαραφλώσαταν ὠρέ, ἢ χαραφλωθήκαταν;
Τουτέστιν:
- Γαμήσατε ρέ, ἢ σᾶς γαμήσανε;
1 comment
aias.ath
Λοιπόν, μόλις θυμήθηκα κι ἕνα καλό. Πάρτε το:
«Ψηλὸ πατchό, καμαρωτὸ χαράφωμα». Πρόκειται γιὰ τὴν Καστρινὴ ἐκδοχὴ τοῦ «ψηλὸ μουνί, καμαρωτὸ γαμῆσι».