Τῦπος σκληροῦ καὶ ἀρενωποῦ κιναίδου.

πουστόμαγκας ἔχει ἀτυχῶς πλέον ἐξαφανισθῇ, διότι δὲν πρόλαβε νὰ ἐνταχθῇ σὲ κάποιο πρόγραμμα τύπου Natura κι ἔτσ᾿. Ἄλλαξαν οἱ κοινωνικὲς συνθῆκες, τὰ ἤθη κττ, καὶ δὲν παράγεται πιά.

Ἡ ἐτυμολόγησις ἀπὸ τὰ κοινὰ συνθετικὰ εἶναι προφανής.

Ἡ λέξις ἀνήκει εἰς τὴν καθομιλουμένη, στὴν κουτσαβακική, οὔ μιν ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν καλιαρντή. Ὁ σεβαστὸς Πετρόπουλος ἀναφέρει ὀρθῶς ὅτι ἡ λέξις «πούστης» καὶ παράγωγα ἀποφεύγεται συστηματικῶς ἀπὸ τοὺς κιναίδους, μὲ ἐξαίρεσι τὸ προκείμενο λῆμμα. Αὐτὸ εἶναι σωστό, ἀλλὰ σήμερα ὄχι πλέον ἀληθές: Στὰ νεώτερα χρόνια, καὶ ἰδίως μετὰ τὴν ἐπικράτησι τῆς, κατὰ τὴν γνώμη μου, ἀτυχοῦς λέξεως gay, οἱ κίναιδοι χρησιμοποιοῦν ὑβριστικῶς κατὰ κόρον τὴ λέξι πούστης, πουστιά κλπ, γιὰ νὰ δηλώσουν ὅ,τι καὶ κοινῶς ἐννοοῦμε, πλὴν τῆς κυριολεξίας.

Μερικὰ ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ πουστόμαγκα:

Δὲν μπενάβει (ὁμιλεῖ) τὴν καλιαρντή, παρ' ὅτι τὴν τζινάβει (ἀντιλαμβάνεται «ex officio»), διότι προτιμᾷ τὸ ὗφος τῆς κουτσαβακικῆς.

Δὲν ἀκκίζεται οὔτε φαιδρολογεῖ, ὅπως οἱ κοινὲς λοῦγκρες, διότι τὸ θεωρεῖ στοιχεῖο ἀδυναμίας, ὡς προσιδιάζον εἰς τὸ λεγόμενο «ἀσθενὲς φῦλον». Μία τοιούτη συμπεριφορὰ θὰ τοῦ χαλοῦσε τὸ σκηνικό. Στὸ πλαίσιο αὐτό, δὲν χορεύει ποτὲ ρομανὸ-κιλιμπέ (πουστοτσιφτέτελο), ἀλλὰ ζεϊμπέκικο (σὲ διάφορες ἐκδοχές), ἐνίοτε καὶ χασάπικο, ἀλλὰ μόνο μὲ ἄλλους πουστόμαγκες καὶ μάγκες, ἐνῷ οἱ «κόρες» τοῦ βαροῦν παλαμάκια.

Ἀβέλει ὁπωσδήποτε πακέττο, διότι αὐτὸ εἶναι τὸ κυριότερο μέσον προσκτήσεως κύρους στὸ σινάφι αὐτό. Ὅπως ἄλλωστε προσφυῶς ἔλεγε καὶ ἡ ἀείμνηστος Μαλβίνα: «Μόνο ἡ πούτσα μετράει». (Ἐμεῖς ὅλοι ξέρουμε βέβαια ὅτι μετρᾶνε καὶ τὰ μπελέ, ὅμως ἡ Μαλβίνα ἔτσι ἔλεγε).

Ὅταν δημιουργῇ σταθερὴ σχέσι μὲ ἄλλο, θηλυπρεπῆ κίναιδο, συνήθως τοῦ ἀβέλει ντοὺπ (κοινῶς τοῦ ρίχνει καὶ καμμιὰ ψιλή), ἐνίοτε δὲ τὸν ἐκδίδει καὶ σαφράνς τουζούρ (τοῦ τὰ μασάει σταθερά)· δημιουργεῖ δὲ καὶ σκληρὲς σκηνὲς ζηλοτυπίας, προκειμένου νὰ διευκολύνῃ τὶς πρὸς τὸν ἴδιον χρηματικὲς ροές. Σὲ κάποιες ἄλλες περιπτώσεις, εὑρισκόμενος σὲ ἰδιαίτερες στιγμές μὲ τὸ «ἕτερον ἥμισυ», τὸ σχῆμα «σκληρός-θηλυπρεπὴς» ἀντιστρέφεται· ὁ πουστόμαγκας γίνεται «γατοῦλα» καὶ τὸ ἀνάποδο, προκειμένου νὰ πραγματοποιηθοῦν SM φαντασιώσεις. Ἀλλὰ τὰ ἐν οἴκῳ μὴ ἐν δήμῳ...

Δὲν ἀρέσκεται σὲ κουσούμια (κουτσομπολιά), οὔτε σὲ μπερχαμάδες (καυγάδες), ὅπως οἱ συνήθεις κίναιδοι, ἐνίοτε ὅμως μπενάβει ἀνθυγιεινὰ (κατηγορεῖ, συκοφαντεῖ). Στὰ ἀλήθεια πλακώνεται μόνο γιὰ σοβαρὴ αἰτία, κυρίως ἂν ἀπειλῆται ἡ νομὴ τῶν θηλυπρεπῶν κορῶν (κιναίδων) ἐπιρροῆς του, ὁπότε μπορεῖ καὶ νὰ φαλτσετιάσῃ καὶ κανένα.

Εἶναι συνήθως περιποιημένος, καλοξυρισμένος καὶ φέρει σταθερῶς μύστακα, συνήθως τσιγγελωτόν (παγκροτσιγγελοχειλάς), τὸν ὁποῖον περιποιεῖται μὲ μουστακοδέτη καὶ μαντέκα. Ἐξ οὗ καὶ ἡ ρῆσις: «Τὸ μουστάκι εἶναι ὁ φερετζὲς τοῦ πούστη». Μύστακες τύπου «ποντικοουρά» ἢ «σκορπισμένη διαδήλωσι» εἶναι ὁπωσδήποτε ἀναξιοπρεπεῖς γιὰ τὸν πουστόμαγκα.

Καθ' ὅλα τἆλλα πρόκειται γιὰ κλασσικὴ παληόπουστα, ποὺ μπερδεύεται σὲ διαπροσωπικὰ καὶ σεξουαλικὰ ἐξουσιαστικὰ παίγνια. Ἡ περσόνα πουστόμαγκας ἐξυπηρετεῖ ἄριστα τὴν κατάστασι αὐτή.

Ὁ Βάγγος, ποὺ διαθέτει gaydar, λέει στὸ Μῆτσο:
- Πάρε μά (τι) κάτι λοῦ (γκρες), ρὲ Μητσά (ρα)! Πᾶ νὰ σπά λίγη πλά; Μπορεῖ νὰ κονό καὶ κανὰ ψιλό...
- Ἄσε ρὲ Βά (γγο), εἶναι πουστομά (γκες)· τοὺς δυὸ τοὺς ξέ ἀπ' τὸ μπὰρ τοῦ Τάκη, στὰ Πετραλώ. Δὲ θὰ καθαρί, ἐκτὸς κι ἂν τοὺς τὰ χώ, νὰ «πάρουμε» καμμιὰ δικιά τους κό (ττα).
- Ἄαασχετο: Καὶ τὸ Τάκης ἀπὸ ποῦ βγαί;
- Ἀπὸ τὸ Πουστάκης, ρὲ μαλά!

(από Jim Blondos, 18/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
HODJAS

Εξαιρετικό!

Ιδίως η φράση «...πρόκειται γιὰ κλασσικὴ παληόπουστα...» δηλώνει βαθειά γνώση του θέματος.

Εύγε!

#2
MXΣ

στην πρωτη φράση το «κιναίδου» είναι σωστο;

#3
HODJAS

Βέβαια. Ο Αίας γνωρίζει για ποιό πράγμα μιλάει και μπαίνει και στον κόπο να βάλει πολυτονικό.

#4
Jim Blondos

Μπράβο ρε Αίαντα!
Βαθύτατη ανάλυση. (5+5)

#5
Khan

Εποποιία!

Φιλικά Νίκος, να παρατηρήσω ότι βρίσκω μερικά ορθογραφικά, λ.χ. 3η παράγραφος: οὔ μην νομίζω το σωστό, στην 7η δὲν ἀκκίζεται με δύο κάππα, ενώ γιατί να μην μεταφέρουμε την τουρκική λέξη ως σινάφι με γιώτα;

Κατά τ' άλλα πρόκειται για ένα από τα λίγα λήμματα που διάβασα πολλές φορές!

#6
Επισκέπτης

@Khan
Εὐχαριστίας θερμὰς γιὰ τὴν προσοχὴ καὶ τὶς παρατηρήσεις σου.
Τὸ ἀκκίζομαι μοῦ ξέφυγε. Τὸ συνάφι ἔτσι μοῦ ἔχει ἐντυπωθεῖ, ἴσως κακῶς. Θὰ τὸ σκεφθῶ λίγο καὶ μᾶλλον θὰ υἱοθετήσω τὴν πρότασί σου.
Τὸ «μιν» στὸ «οὔ μιν» εἶναι σωστό. Δὲν πρόκειται γιὰ τὸ ἀρνητικὸ μόριο «μή», ποὺ χρησιμοποιεῖται ὁσάκις ἡ ἄρνησις τελεῖ ὑφ' ὅρους, καὶ ἐκφράζει ὅτι κατὰ τὴν γνώμην κάποιου, τὸ πρᾶγμα δὲν εἶναι κάπως. Δὲν θὰ μποροῦσε ἄλλωστε νὰ τεθοῦν ἐν σερᾷ δύο ἀρνήσεις, μία ἀπόλυτος (οὐ) καὶ μία σχετικὴ (μή), διότι θὰ ἐχάνετο τὸ ποιὸν τῆς ἀρνήσεως. Γιὰ λόγους πληρότητος, ἂς ἀναφέρω ἐπιγραμματικῶς καὶ τὶς ὑπόλοιπες διαφορὲς τῶν δύο: Τὸ οὐ ἀρνεῖται καὶ εἶναι ἀντικειμενικό. Τὸ μὴ ἀπορρίπτει καὶ εἶναι ὑποκειμενικό.

Τὸ μιν (πάντοτε ἄτονο διότι ὁ τόνος του ἐγκλίνεται) εἶναι προσωπικὴ ἀντωνυμία καὶ σημαίνει αὐτόν αὐτήν, αὐτὸ (σπανίως μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ πληθυντικός). Ἡ ἔκφρασις cliché «οὔ μιν ἀλλὰ καὶ» σημαίνει ἐπὶ λέξει «ὄχι αὐτὸ (μόνον) ἀλλὰ καί», καὶ ἀποτελεῖ ψευδοαρχαΐζοντα λογιωτατισμό, μιὰ φιοριτοῦρα στὴν πρότασι, καὶ ἀνάγεται στὰ μέσα τοῦ 19ου αἰῶνος.

#7
Khan

Σωστός γιατρέ μου. Είχα κατά νου όχι το αρνητικό μη, αλλά το μήν, που είναι βεβαιωτικό μόριο, σημαίνει βέβαια, και ίσως είναι κοινό ετυμολογικώς με το μέν . Αυτό, όπως δείχνουν και οι Λίντελ Σκοτ χρησιμοποιείται συχνά στα αρχαία σε εκφράσεις του τύπου, οὐ μὴν ἀλλὰ = όχι βέβαια αλλά. Δεν αποκλείω βέβαια οι λόγιοι του 19ου να είχανε το μιν που λες εσύ κατά νου, οπότε ξεκουράζω την βαλίτσα μου

#8
Vrastaman

Από τα ωραιότερα σου λήμματα. Θα μπορούσε να θεωρηθεί και λεβενβοπούστης ή λεβεντόπουστας κατά τον λεβεντομαλάκα και την λεβεντομούνα;

#9
Επισκέπτης

Πρέπει κάποιος νὰ μοῦ δείξῃ πῶς νὰ βάζω παραθέματα μὲ ὡραῖο τρόπο.

@Khan
«Δεν αποκλείω βέβαια οι λόγιοι του 19ου να είχανε...»
Αὐτοὶ ἦταν «λογιότατοι». Οἱ πραγματικοὶ λόγιοι δὲν χρησιμοποιοῦν φιοριτοῦρες στὸ λόγο.

@Vrastaman
Τὸ λεβεντοπούστης εἶναι δοκιμότατος σλαγκόρος, ἀλλὰ δὲν εἶναι ταυτόσημος τοῦ πουστόμαγκα. Ἂν τὰ εἶχα συσχετίσει στὸ μυαλό μου, θὰ εἶχα ἀναφέρει τὴ διάκρισι μέσα στὸ ὁρισμό, διότι ἀξίζει τὸν κόπο. Μιὰ καὶ τὸ συζητοῦμε, ἕνας λεβεντοπούστης εἶναι κυρίως λεβέντης, ποὺ ἔχει καὶ ΤΟ κουσοῦρι (οὐδεὶς τέλειος). Θὰ μποροῦσε νὰ ὅμως νὰ ἔχῃ κάποιο ἄλλο. Τὸ ὅτι ἐμεῖς ἀσχολούμεθα εἰδικῶς μὲ τὸν λεβεντοΠΟΥΣΤΗ καὶ ὄχι τόσο πχ μὲ τὸν λεβεντοΧΑΣΙΚΛΗ ἢ λεβεντοΤΖΟΓΑΔΟΡΟ κλπ, ἔχει νὰ κάνῃ μὲ δικά μας θέματα. Σὲ πρακτικὸ ἐπίπεδο, δὲν θὰ μποροῦσε ποτὲ πχ νὰ χαρακτηρισθῇ λεβεντοπούστης ἕνας κίναιδος, ποὺ ἐκμεταλλεύεται ἄλλους κιναίδους.

Μὲ τὸν λεβεντομαλάκα νομίζω ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀναλογία, πέραν τῆς λεξιμορφολογικῆς, διότι ἔτσι χαρακτηρίζεται κάποιος ποὺ ἐκφράζει τὶς μαλακίες του «λεβέντικα». Δὲν συντρέχει δηλαδὴ χαρακτηρισμὸς τοῦ ἑνὸς συνθετικοῦ ἀπὸ τὸ ἄλλο, ὅπως στὶς περιπτώσεις λεβεντοπούστης καὶ πουστόμαγκας (ἄποψις). Τώρα θυμήθηκα καὶ τὸν «βουτυρόμαγκα». Τὸ εἶπε ὁ Τσιτσάνης γιὰ κάποιο σούργελο στὸ Χάραμα, λίγα χρόνια πρὶν πεθάνῃ. Ὁ ὅρος ἔχει VIP ὑπογραφή. Λές, ἀξίζει νὰ τὸν «σηκώσω»;

#10
Επισκέπτης

Ρὲ παλλουκάρια, αὐτὸ τὸ ex officio ποὺ ἔγραψα, δὲν μὲ ἱκανοποιεῖ πλήρως. Σκέπτεταί τις τίποτε καλλίτερο;

#11
vikar

Ρε παλιοί, έχουμε γεμίσει ανεκτίμητους νέους τελευταία, το πήρατε χαμπάρι;

Φίλε αίαντα των αθηνών, για το «εξοφίκιο» δέν μπορώ να σε βοηθήσω, δέν τό 'χω, διαισθητικά πάντως πήρα κάτι σε «εξορισμού» --με την έννοια της καθομιλουμένης, όχι τη μαθηματική. Όσο για τα παραθέματα, μπορείς να τα πλαισιώνεις με την εντολή quote. Πώς γράφουμε

[Ι]μπλά μπλά μπλά[/Ι]

και εμφανίζεται

μπλά μπλά μπλά

έ, αντί για i γράψε quote και θα εμφανιστεί έτσι:> μπλά μπλά μπλά[/quote]Αν θές να εμφανίσεις και την πηγή του παραθέματος αυτόματα, στην πρώτη αγκύλη δέν θα γράψεις απλά quote αλλα quote=πηγή. Πιχί:[quote=ο vikar μπλαμπλαδίζει]μπλά μπλά μπλά

Αλλα έχω και μία τεχνική ερώτηση τώρα που σε βρήκαμε πρόχειρο: γιατί τονίζεις με βαρεία πρίν απο παρενθέσεις; Το τηρείς και πρίν απο διπλή (παρενθετική) παύλα;

#12
vikar

Με λίγο προσεχτικότερη παρατήρηση βλέπω οτι δέν το κάνεις και με συνέπεια πάντως... Χμμ. Εκτός βέβαια κι' αν έχει αλλαχτεί κάτι κατα λάθος στο συντονισμό.

#13
Επισκέπτης

Ἀγαπητὲ Βικάριε σ' εὐχαριστῶ.
Γιὰ τὴ βαρεία: Μία τεχνικοῦ ἐπιπέδου ἀπάντησι εἶναι ὅτι ἡ παρένθεσι τυπικῶς δὲν εἶναι σημεῖο στίξεως, ἄρα δὲν ἐπισύρει βαρεία. Μία ἐπὶ τῆς οὐσίας ἀπάντησι εἶναι ὅτι θὰ ἔβαζα ὀξεία, ἂν ἡ φωνὴ ὠξύνετο στὸ ἐπίδικο σημεῖο. Πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνοιγόμενη παρένθεσι αὐτὸ δὲν συμβαίνει πάντα· στὴν κλεινόμενη ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ ἂν ἀκολουθεῖ στίξι ἢ ὄχι. Ἂν δῇς προσεκτικὰ τὰ γραπτά μου, μπορεῖ νὰ προσέξῃς ὅτι πολλὲς φορές (δὲν λέω γιὰ παρενθέσεις τώρα) βάζω ὀξεία, ἐνῷ μὲ τὴν τυπολατρικὴ ἐφαρμογὴ τῶν κανόνων προβλέπεται βαρεία. Γιὰ νὰ μή μακρυγορῶ, πρόσεξε τὸ μὴ τῆς προτάσεως αὐτῆς (bold). Ἔβαλα ὀξεία, διότι ἁπλῶς ἔτσι τὸ προφέρω. Οἱ Ἀλεξανδρινοὶ γραμματικοὶ δὲν μποροῦσαν προφανῶς νὰ διδάξουν τοὺς ξένους νὰ βάζουν ὀξεία ὅποτε ἔτσι νόμιζαν. Ἐμεῖς, ποὺ γράφουμε τὴ μητρική μας, μποροῦμε ἐνεπιγνώστως νὰ τὴ χρησιμοποιοῦμε καὶ φωνητικά. Πρακτικά, μή νομίζεις ὅτι μπορῶ νὰ εἶμαι καὶ ἀπολύτως συνεπής· δὲν διεκδικῶ ἄλλωστε τὸ ἀλάθητο· ἁπλῶς τὸ παλεύω.

Πρὶν ἀπὸ τὴν παρενθετικὴ παῦλα — ἂν καταλαβαίνω καλὰ ἐννοεῖς αὐτό — ὀξύνω (ἂν χρειάζεται), διότι ἡ φωνὴ κόβεται καὶ ἀνεβαίνει, ὑποχρεωτικά, ὅσο μπορῶ τώρα νὰ σκεφθῶ.

Συμπερασματικῶς, τὸ πρᾶγμα ἔχει κανόνες, ἔχει ὅμως καὶ τὴν οὐσία τῆς προσῳδίας· ἔχει φυσικὰ καὶ τὶς προσωπικές μας (μου) ἀτέλειες.

#14
xalikoutis

Ρε παλιοί, έχουμε γεμίσει ανεκτίμητους νέους τελευταία, το πήρατε χαμπάρι;

Αν δε λέμε τίποτα είναι για μην το γρουσουζέψουμε και φύγουνε και νομίζω εκφράζω ως προς αυτό και την ομήγυρη (των παλαιών...) + ότι με κάτι περιπτωσάρες σαν τον αία απλά μείνεις μαλάκας.

#15
jesus

ε, ναι, τα πολλά σπέκια κ οι βαυκαλισμοί μάλλον τη χαλάνε τη φτιάξη. νομίζω;

#16
Επισκέπτης

@Khan

γιατί να μην μεταφέρουμε την τουρκική λέξη ως σινάφι με γιώτα; Khan

(Γειά σου Βικάριε! Καμάρωσε μαθητή!)

Ἔψαξα τὴ λέξι insaf, ποὺ μοιάζει, ἀλλ' αὐτὴ ἀντιστοιχεῖ στὴν Ἑλληνοποιημένη καὶ μή ἀποκοραϊσμένη λέξι νισάφι, ποὺ σημαίνει στὰ τουρκικὰ δικαιοσύνη (μὲ τὴν ἔννοια κυρίως τοῦ ἐλέους, ὡς ἔκφρασι ἀγανακτήσεως, ὅπως ἀκριβῶς τὴ χρησιμοποιοῦμε κι ἐμεῖς).
Θὰ μποροῦσες νὰ μοῦ πῇς σὲ ποιά ἀκριβῶς τουρκικὴ λέξι ἀναφέρεσαι;

#17
HODJAS

Το μύδι αναφέρεται στο γνωστό σκάνδαλο Γουώτερ-Γκαίη;

#18
aias.ath

γιατί να μην μεταφέρουμε την τουρκική λέξη ως σινάφι με γιώτα; Khan

Λοιπόν, τὸ θέμα τῆς ἐτυμολογίας τοῦ συναφίου/σιναφίου/σηναφίου τὸ ἔλυσα (ὄχι ἀπολύτως):

Προέρχεται ἀπὸ τὴν τουρκικὴ λέξι esnaf, ἡ ὁποία σημαίνει τάξις (κοινωνική, ἐπαγγελματική), εἶδος, τεχνίτης, βιομήχανος καί, ὑπὸ εὐρυτέραν ἔννοιαν, συντεχνία (τάξις τεχνητῶν, εἴδους τεχνητῶν, ὁμοτέχνων). Ἑπομένως ἡ σειρὰ εἶναι:

esnaf > σενάφ > σενάφι > σηνάφι

Μὲ τὴν παραπάνω λογικὴ προκρίνω τὴ γραφὴ μὲ η. Ἔψαξα ἕνα σωρὸ λεξικά· μόνο στὸ Langenscheid βρῆκα τὸ συνάφι, καὶ αὐτὸ μὲ υ. Ἡ λέξις ἀπουσιάζει σὲ ὁποιαδήποτε ἐκδοχὴ ἀπὸ τὰ ἄλλα.

Θὰ μποροῦσε ἀκόμη νὰ διατυπωθῇ μὲ ἐπιφύλαξι ἡ ἄποψις ὅτι τὸ συνάφι εἶναι ἀντιδάνειο, ὅπως τὸ ντεφτέρι < defter < διφθέρα, μπουντροῦμι < bodrum < ἱπποδρόμιο κλπ, κατὰ τὸ σχῆμα:

συνάφεια (ἐπαγγελματική) > esnaf > συνάφι, ὁπότε θὰ ἔπρεπε νὰ ἐπιλεγῇ ἡ γραφὴ μὲ υ, λόγῳ τῆς ἱστορίας τῆς λέξεως.