Μούχτι (मुक्ता) στα Σανσκριτικά αποκαλείται η απελευθέρωση των αισθήσεων από τα δεσμά του νου και άλλα κόλπα ζόρικα που κάνουν στην Ινδία.

Η ταντρική αυτή έννοια προφάνουσλυ υιοθετήθηκε από τα Ελληνιστικά βασίλεια της ανατολής και μοιραίως μεταλαμπαδεύτηκε στην Μακεδονία όπου χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα, εκφράζοντας όμως άλλες ατραπούς εσωτερικής καθοδήγησης, αυτογνωσίας και βιοενεργειακών τσάκρα:

  • Τα κάνω μούχτι χρησιμοποιείται και με την έννοια τα μπέρδεψα, έχασα τον λογαριασμό. Ωσεκτουτού μούχτης αποκαλείται όποιος ανακατεύεται, βάζει ζιζάνια, και ταλιμπάν (αδημοσίευτη επιστολή ΡΤΠ).
  • Τα κάνω μούχτι είναι επίσης ισοδύναμο του τα κάνω γαργάρα (ΡΤΠ, Op. cit.).
  • Κάνω μούχτι σημαίνει και τσουρνεύω, όπως επισημαίνει ο xalikoutis εδώ.
  • Πέφτω στο μούχτι εκφέρεται με την έννοια υου πέφτω με τα μούτρα στο φαΐ κατά GATZMAN (εδώ) αλλά και του μπουχτίζω κατά Livepedia.
  • Είμαι στο μούχτι υποδηλώνει ότι είμαι στη γύρα, είμαι στην πίεση. Ο HODJAS προτείνει υπέροχη παραετυμολογία εκ του μόχθου, εδώ.
  • Το μούχτι ενίοτε μπερδεύεται εσφαλμένα με το (αρβανίτικο) μούτι, δηλαδή τα σκατά (ΡΤΠ, Ω. ψιτ.).
  • Στην μαρτυριάρικη, τέλος, μεγαλόνησο το μούχτιν περιγράφει την λύτρωση της κτήσης από τα δεσμά του αντιτίμου, τουτέστιν το τζαμπέισον.

Βλ. επίσης μούχτι μούχτι.

- Κουφάλα Ασλαμά, το κλαρινέτο του Ηρακλή στην Ξάνθη το ‘κανες μούχτι. Με τον ΠΑΟΚ ασχολείσαι παλιολινάτσα.
(εδώ)

- Όποιος πιστεύει ότι ο βάζελος θα πάρει το μαστραπά φέτος κατόπιν πλάνο και βάσει σχεδίου να με το πει και μένα όλα είναι στο μούχτι, μόνο άμα χαλάσεις κάνα κάρο κάρο φταλέ και χεις από πίσω συσπειρωμένο - όχι πρόβατο - λαό ώστε να τη σακουλευτείτο κατεστημένο μπορείς να σπάσεις το απόστημα.
(εδώ)

-Ποιό μεγάλο μυαλό είχε την ιδέα της μετοχοποίησης των 2,2 εκατ. γιούρο του Mυτιληναίου; Kαι γιατί όλα έγιναν στο... μούχτι μέχρι που τους... ανακάλυψαν;
(εδώ)

- Έπεσε με τα μούτρα στο μούχτι και τον ξεζούμισε η Περμανθούλα. Άντε τώρα και πότε θα συνέλθει....Σερσέ λα Φάμ (εδώ)

- «Μούχτι φακκιν ώστι να πεθάνω» σκέφτεται που μέσα του. «Μούχτι γαμήσι μια ζωή πελλέ μου!
(δαμέ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Pirate Jenny

Βράστα, καμιά φορά με τρομάζεις. Άκου σανσκριτικά!

#2
allivegp

Εξ ου και το πολύ κοινό επώνυμο «Μουχτάρης», που υποδήλωνε κάποτε Οθωμανό αξιωματούχο;

#3
Galadriel

Είπε σανσκριτικά; Σανσκριτικά είπε... Βράστα έχεις μεταφερθεί σε άλλες σφαίρες αγόρι μου, εύγε (τρις).

#4
Επισκέπτης

Στην Ήπειρο λέμε, «τα κάνω μούτι» με την πρώτη σημασία, μπερδεύω, χαλάω βγάζω από τη σειρά. Επίσης υπάρχει και το ρήμα μουτεύω, το οποίο χρησιμοποιείται ιδιαίτερα σε σχέση με το ψωμί, δλδ αν κόψεις την άκρη με το χέρι, το μουτεύεις.

#5
Vrastaman

Μυτού, Τζένυ (βλ. μύδι)!

Αλλιβέ, οι Τούρκοι το δανείστηκαν από το Αραβικό μουχτάρ που σημαίνει αιρετός. Στη θέση σου όμως δεν θα έκανα image search το «mukhtar» στο Γούγλε :-)

Μουατς, σίστα, γράφουμε και καμιά παπαριά να περνάει η ώρα :-)

Planet-tune, μερσώ για την επαλήθευση!

#6
johnblack

Mουχτάρης είναι στην Κύπρο ο κοινοτάρχης, ο πρόεδρος της κοινότητας, του χωριού. Η έκφραση είναι πολύ διαδεδομένη.

#7
allivegp

Τώρα εμένανε η γραμματοσειρά που χρησιμοποίησε ο βράστα για σανσκριτική, μου φέρνει για ινδονησία μεριά κι έτσι. Την σανσκριτική τη φανταζόμουν πιο σφηνοειδή, π.χ. ךזונןם

#8
johnfistikis

επίσης μούχτι είναι όταν κάτι είναι σε υπερπροσφορά, π.χ. «τα καρπούζια είναι πολύ φτηνά τον αύγουστο γιατί είναι στο μούχτι»

#9
themis_hg

mouxti stin Kypro leme ke to dorean,
px. en mouxti prama->ine dorean

#10
e.maria

Μούχτι = δωρεάν, πολύ διαδεδωμένο στην Κύπρο, λέξη που χρησιμοποιείται πολλές φορές την ημέρα. «Θέλει τα ούλλα μούχτι» = τα θέλει όλα δωρεάν. 'Ηβρα το μούχτι« - το βρήκα φτηνά, σχεδόν δωρεάν. » Έννεν μούχτι« Δέν είναι δωρεάν. »Ενόμησες εν μούχτι;« = νομίζεις πως είναι δωρεάν;

Μουχτάρης = πρόεδρος της κοινότητας.

#11
iron

χεχε, τζαμπατζής ε;