Όταν ένας άντρας βγαίνει για ποτό με μηδέν ευρώ στην τσέπη και πάραυτα, καταφέρνει να γαμήσει. Δηλαδή χωρίς να κεράσει, χωρίς να το παίξει κουβαρντάς, χωρίς καμία επίδειξη πλούτου.. μόνο και μόνο με το σεξ απίλ του!

Παράδειγμα: -Τι έγινε ρε; Τελικά βγήκες χθες το βράδυ; - Ναι, ρε.. -Πώς και; Εσύ μου 'λεγες ότι δεν έχεις σάλιο! -Είπα να το επιχειρήσω.. κι όχι μόνο αυτό.. τελικά έριξα και πουτσάμπα!

Got a better definition? Add it!

Published

Επιρρηματικός τροπικός τύπος, προερχόμενος από τη λέξη σελέμης. Ακουγόταν σε λαϊκές αστικές συνοικίες. Δείχνει τον τζαμπέ τρόπο απόκτησης, ενίοτε δε και μικροκλοπές.

- Ρε Βαγγελάκη, πού βρήκες ρε τα γλυκά που κουβάλησες; Άφραγκος δεν είσαι;
- Σιγά ρε, μην τα πλήρωσα...
- Α, κατάλαβα... Σελεμουάρ είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πελάτης ο οποίος επιλέγει να αποχωρήσει δίχως να πληρώσει το οφειλόμενο ποσό που αντιστοιχεί στα προϊόντα που έχει καταναλώσει σε ένα μαγαζί.

Αν και πιθανό έως προφανές αίτιο αυτής της συμπεριφοράς θα μπορούσε να θεωρηθεί η απώλεια του χρηματικού αντιτίμου που θα έπρεπε να καταβληθεί, τις περισσότερες φορές ο λόγος που οδηγεί τον καταναλωτή να «τραβήξει πιστόλα», όπως λέμε, είναι η υποσυνείδητη ανάγκη που νιώθει να πάει κόντρα στο κατεστημένο, αναδεικνύοντας την λανθάνουσα καουμπόικη κουλτούρα του. Βέβαια, σε καταστάσεις εκτεταμένης χρήσης αλκοόλ, ο πιστολέρο ίσως λειτουργήσει ακούσια, μη όντας ικανός να συνειδητοποιήσει ότι πρέπει να πληρώσει.

Η προέλευση της λέξης αυτής βρίσκεται στη μακρινή άγρια δύση, όπου ο περίφημος Κλιντ Ίστγουντ, οπλοφορώντας, κατανάλωνε αμύθητες ποσότητες αλκοόλ στα εκάστοτε σαλούν και κατόπιν αυτού, εξαιτίας του ευερέθιστου χαρακτήρα του, τραβούσε το πιστόλι του, τα έκανε όλα λίμπα και φυσικά έφευγε κούκλος-ηθοποιός χωρίς να πληρώσει τίποτα!

Αξίζει να σημειωθεί πως αδόκιμη θα ήταν η εννοιολογική ταύτιση της λέξης με τον ομώνυμο ανεγκέφαλο ποδοσφαιριστή του ΟΣΦΠ Κώστα Μήτρογλου, ο οποίος απέκτησε το προσωνύμιο αυτό λόγω του χαρακτηριστικού πανηγυρισμού του!

- Πωωω ρε μαλάκα... τσαλακώσαμε τρία χοτ ντογκ και δύο αραβικές πίτες ο καθένας... Να δούμε πώς θα πληρώσουμε τώρα...
- Άι οφ δε τάιγκα, ρε μαλάκα... θα φύγουμε πιστολέρο στο χαλαρό....

Βλ. και πιστόλα, πιστολιάζω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειπωμένο από τον μετρ της σλανγκικής!

Όρος που θυμίζει τον ισπανό πολιτικό Χοσέ Λουίς Ροδρίγκεθ Θαπατέρο,του ονόματος του οποίου και παίρνει την κατάληξη, προσδίδοντας στον όρο μια μελωδική χροιά.

Αναφέρεται στον τζαμπατζή, δηλαδή σε αυτόν που κάνει τον ανήξερο την ώρα της πληρωμής.

  1. - Παιδιά ξηλωθείτε, είναι 30 ευρώ το άτομο.
    - Περιμένουμε τον Κώστα ρε, είπε είχε μια δουλειά και θα έρθει.
    - Κατάλαβα την έκανε με ελαφρά πάλι.
    - Εναι ρε, κλασικός τζαμπατέρο ο Κωστάκης!

  2. - Νίκο, Αλέξη, μου χρωστάτε από χθες λεφτά.
    - Τι λες, αφού πληρώσαμε όλοι!
    - Αφήστε τα αυτά, ξέρω τι τζαμπατέρο είστε..

(από Khan, 02/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μούχτι (मुक्ता) στα Σανσκριτικά αποκαλείται η απελευθέρωση των αισθήσεων από τα δεσμά του νου και άλλα κόλπα ζόρικα που κάνουν στην Ινδία.

Η ταντρική αυτή έννοια προφάνουσλυ υιοθετήθηκε από τα Ελληνιστικά βασίλεια της ανατολής και μοιραίως μεταλαμπαδεύτηκε στην Μακεδονία όπου χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα, εκφράζοντας όμως άλλες ατραπούς εσωτερικής καθοδήγησης, αυτογνωσίας και βιοενεργειακών τσάκρα:

  • Τα κάνω μούχτι χρησιμοποιείται και με την έννοια τα μπέρδεψα, έχασα τον λογαριασμό. Ωσεκτουτού μούχτης αποκαλείται όποιος ανακατεύεται, βάζει ζιζάνια, και ταλιμπάν (αδημοσίευτη επιστολή ΡΤΠ).
  • Τα κάνω μούχτι είναι επίσης ισοδύναμο του τα κάνω γαργάρα (ΡΤΠ, Op. cit.).
  • Κάνω μούχτι σημαίνει και τσουρνεύω, όπως επισημαίνει ο xalikoutis εδώ.
  • Πέφτω στο μούχτι εκφέρεται με την έννοια υου πέφτω με τα μούτρα στο φαΐ κατά GATZMAN (εδώ) αλλά και του μπουχτίζω κατά Livepedia.
  • Είμαι στο μούχτι υποδηλώνει ότι είμαι στη γύρα, είμαι στην πίεση. Ο HODJAS προτείνει υπέροχη παραετυμολογία εκ του μόχθου, εδώ.
  • Το μούχτι ενίοτε μπερδεύεται εσφαλμένα με το (αρβανίτικο) μούτι, δηλαδή τα σκατά (ΡΤΠ, Ω. ψιτ.).
  • Στην μαρτυριάρικη, τέλος, μεγαλόνησο το μούχτιν περιγράφει την λύτρωση της κτήσης από τα δεσμά του αντιτίμου, τουτέστιν το τζαμπέισον.

Βλ. επίσης μούχτι μούχτι.

- Κουφάλα Ασλαμά, το κλαρινέτο του Ηρακλή στην Ξάνθη το ‘κανες μούχτι. Με τον ΠΑΟΚ ασχολείσαι παλιολινάτσα.
(εδώ)

- Όποιος πιστεύει ότι ο βάζελος θα πάρει το μαστραπά φέτος κατόπιν πλάνο και βάσει σχεδίου να με το πει και μένα όλα είναι στο μούχτι, μόνο άμα χαλάσεις κάνα κάρο κάρο φταλέ και χεις από πίσω συσπειρωμένο - όχι πρόβατο - λαό ώστε να τη σακουλευτείτο κατεστημένο μπορείς να σπάσεις το απόστημα.
(εδώ)

-Ποιό μεγάλο μυαλό είχε την ιδέα της μετοχοποίησης των 2,2 εκατ. γιούρο του Mυτιληναίου; Kαι γιατί όλα έγιναν στο... μούχτι μέχρι που τους... ανακάλυψαν;
(εδώ)

- Έπεσε με τα μούτρα στο μούχτι και τον ξεζούμισε η Περμανθούλα. Άντε τώρα και πότε θα συνέλθει....Σερσέ λα Φάμ (εδώ)

- «Μούχτι φακκιν ώστι να πεθάνω» σκέφτεται που μέσα του. «Μούχτι γαμήσι μια ζωή πελλέ μου!
(δαμέ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης, o τσιφούτης. Αυτός που κοιτά να κάνει τα πάντα με τον πιο ανέξοδο τρόπο. Αρέσκεται σε παντός είδους τράκες. Αγαπημένη μάρκα τσιγάρων, τα Τρακαστράτος. Η λέξη έγινε γνωστή από διαφήμιση μεγάλου καταστήματος με είδη ένδυσης. Χρησιμοποιείται μόνο για άντρες, για τις γυναίκες υπάρχει το τζάμπαγουμαν.

Βγαίνει από τις λέξεις τζάμπα + -μαν.

  1. -Ρε φίλε, με πετάς μέχρι τη Πετρούπολη;
    -Αϊ φτυσ' τα μπούτια σου ρε τζάμπαμαν! Να πάρεις το αργοφορείο.

  2. -Τακούληηηη; Θα με κεράσεις τσιγαράκιιι;(με ναζιάρικη φωνή)
    -Μα ναι! Πώς;! (το σκέφτεται καλύτερα,πιό αντρικά)..Δε μας χέζεις μωρή πατόζα λέω 'γω;! Παλιο-τζάμπαγούμαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη ορόσημο των Γιαννιωτών για το τζάμπα. Χαρακτηριστικές είναι οι εκφράσεις: όπου μπέχο τρέχω, μπέχο κι όσο αντέχω και παν μπέχον, άριστον.

- Αφού την κατεβάζω και την βλέπω μπέχο την ταινία, γιατί να πάω στο σινεμά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν πληρώνει στα μαγαζιά.

Πρόσεξέ τον γιατί είναι ο Μπίλι δε Κιντ, θα μας αφήσει κουστουμάκι!

Βλ. και πιστολιάζω, πιστόλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν δεν πληρώνεις σε μαγαζί.

- Μαλάκα λέω να την κάνουμε πιστόλα.

Βλ. και πιστολιάζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρακαδόρος τσιγάρων.

Πάλι τρακαστράτο καπνίζεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified