Αναφέρεται σε χρηματικούς (κυρίως) ή χρονικούς (δευτερευόντως) περιορισμούς και δηλώνει ότι δεν με παίρνει κατά την αντίστοιχη έννοια. Δε φτάνει το μπαγιόκο ή ο χρόνος δηλαδή, και η φράσις πίπτει ακριβώς ούτως.
Το ρήμα βγαίνω όπως στη φράση «την βγάζω» (και την πιάνεις), «τον βγάζω τον μήνα», «τη βγάζει-δεν την βγάζει», και όχι όπως στα παίγνια.
8 comments
patsis
Κατ’ αρχήν να το σβήσω από το πρόχειρο. Μήπως άλλο βγαίνω και άλλο βγάζω; Και μήπως θα ήταν πιο σκόπιμο το λήμμα να είναι σκέτο «δεν βγαίνω»; Εγώ έτσι το έχω ακούσει.
Τα παραδείγματα απολαυστικά, κλασικά.
patsis
Όπα, επεξήγησις: Εννοούσα ως προς την προέλευση της έκφρασης. Μήπως το «δεν βγαίνω» παραπέμπει αλλού, δεν ξέρω πού όμως.
jesus
θξ φερστ οβώλ.
ο γούγλης δίνει κάτι για τη φράση όπως την έχω δώσει, αν κ το σερτς σε τέτοια πράματα είναι μπελαλίδικο.
στάνταρ παίζει κ μόνο του, αλλά νομίζω πιο συχνά έτσι, κ νομίζω ελάστιχες φορές το έχω ακούσει χωρίς το «μάνα μου».
για το τη βγάζω - βγαίνω, νομίζω ότι είναι η μεταβατική κ αμετάβατη μορφή (ή ενεργητική κ μέση διάθεση κατά μίαν έννοια) της ίδιας χρήσης του ρήματος (με διαφορετικές λίγο χροιές), καθώς το αντικείμενο «τη» είναι απροσδιόριστο.
αντιρρήσεις δεκτές, αν κ να ξέρεις ότι είσαι λάθος γιατί άλλαξα κ αβατάρι και
nobody fucks with the jesus.
πλέον συστήνομαι ως theodor donald karabotsos.
patsis
«Eight-year-olds, Dude...»
PUNKELISD
Βασικά πιστεύω πως στη θέση του μάνα μου θα μπορούσε να είναι το οτιδήποτες (π.χ.: δε βγαίνω ρε μαλάκα/γουδί/πούστη/'συ κ.α.). Το μάνα μου είναι το σύνηθες αλλά νομίζω για ορισμό καλύτερα χωρίς αυτό. Αυτά.
jesus
ισχύει ότι λέγονται όλ' αυτά. απ' την άλλη, το «μάνα μου» πάει χωρίς το «ρε», ενώ δεν θα πεις «δε βγαίνω μαλάκα μου».
επίσης, νομίζω ότι το «δε βγαίνω μάνα μου» χρησιμοποιείται πιο χαλαρά σε αντίθεση με τα υπόλοιπα επιθέματα που κατά κανόνα θα τα βάλεις σε πιο αυστηρή χρήση της φράσης.
ορίστε. έναν καφέ τους δίνεις κ μετά σ' αρχίζουνε στην κριτική.
soulto
Άλλο είναι το βγαίνω μόνο του και υπάρχει εδώ.
Το παρόν λήμμα είναι πολύ ωραία έκφραση όταν λέγεται ακριβώς έτσι, μάνα μου.
soulto
Ξέχασα το μήδι:
シ