Αναφέρεται σε χρηματικούς (κυρίως) ή χρονικούς (δευτερευόντως) περιορισμούς και δηλώνει ότι δεν με παίρνει κατά την αντίστοιχη έννοια. Δε φτάνει το μπαγιόκο ή ο χρόνος δηλαδή, και η φράσις πίπτει ακριβώς ούτως.

Το ρήμα βγαίνω όπως στη φράση «την βγάζω» (και την πιάνεις), «τον βγάζω τον μήνα», «τη βγάζει-δεν την βγάζει», και όχι όπως στα παίγνια.

  1. - Κέρασε και συ μια φορά ρε τσίπη.
    - Δε βγαίνω μάνα μου...
    - Ναι ρε καρμοίρη, σου κόψανε τα μπόνους κι έμεινες μόνο με πέντε μισθούς το μήνα.

  2. - Πάμε πουθενά;
    - Δε βγαίνω μάνα μου, σαράντα γραπτά να διορθώσω για χτες...

αχ ειναι λίγος ο μισθός (από Khan, 18/03/10)μας παίρνει; (από jesus, 25/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified