Υπάρχουν δύο ορισμοί με επικρατέστερο τον πρώτο.
Τοπογραφικός: Το μέρος στο οποίο παρευρίσκονται υπεράριθμαι γκόμεναι. Η χαρά του καβλωμένου. Ο παράδεισος του άνδρός. Βλ. και μουνόλακκος.
Μετεωρολογικός: (απίθανος σε αυτό τον κόσμο) Όταν πνέουν άνεμοι ισχυροί συνοδευόμενοι από ιπτάμενα αιδοία, ή βρέχει καταρρακτωδώς αιδοία.
Καλά, ρε φίλε, τι μουνοθύελλα ήταν κι αυτή εχθές; Τόσες γκόμενες δεν είχαν ξαναπεράσει από το μαγαζί ποτέ. Έπαθα πλάκα.


Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
5 comments
Mr. Cadmus
Σωστός! Χαρακτηρίζει επίσης και την είσοδο (ατομική ή μαζική) από μούνες σ'έναν χώρο. Σπέκια!
patsis
Βλ. και μουνοθύελλα. Μάλλον πάνε για συγχώνευση οι δύο ορισμοί.
Khan
Το έχει ο Μπάμπης στο λεξικό του, γεγονός που δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι σεσινεπασλανγκ
Πούτσαρς
χμ χμ... υπάρχει ο ορισμός μουνοθύελλα...
σε μπέρδεψε το διπλό λ
dimitriosl
Όντως υπάρχει. Δεν το είδα. :(