Υπάρχουν δύο ορισμοί με επικρατέστερο τον πρώτο.

  1. Τοπογραφικός: Το μέρος στο οποίο παρευρίσκονται υπεράριθμαι γκόμεναι. Η χαρά του καβλωμένου. Ο παράδεισος του άνδρός. Βλ. και μουνόλακκος.

  2. Μετεωρολογικός: (απίθανος σε αυτό τον κόσμο) Όταν πνέουν άνεμοι ισχυροί συνοδευόμενοι από ιπτάμενα αιδοία, ή βρέχει καταρρακτωδώς αιδοία.

Καλά, ρε φίλε, τι μουνοθύελλα ήταν κι αυτή εχθές; Τόσες γκόμενες δεν είχαν ξαναπεράσει από το μαγαζί ποτέ. Έπαθα πλάκα.

(από patsis, 30/03/11)(από patsis, 30/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Mr. Cadmus

Σωστός! Χαρακτηρίζει επίσης και την είσοδο (ατομική ή μαζική) από μούνες σ'έναν χώρο. Σπέκια!

#2
patsis

Βλ. και μουνοθύελλα. Μάλλον πάνε για συγχώνευση οι δύο ορισμοί.

#3
Khan

Το έχει ο Μπάμπης στο λεξικό του, γεγονός που δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι σεσινεπασλανγκ

#4
Πούτσαρς

χμ χμ... υπάρχει ο ορισμός μουνοθύελλα...
σε μπέρδεψε το διπλό λ

#5
dimitriosl

Όντως υπάρχει. Δεν το είδα. :(