Τσιμπουκαμπίλιτι (tsiboukability): η τέχνη (ικανότητα) του τσιμπουκώνειν. Από το τσιμπούκι και ability.

  1. - Ωραία χειλάκια έχει η Βανέσσα... - Φιλαράκι ... άσε ... μιλάμε για τοπ tsiboukability!

  2. - Γαμώτο, για άλλη μια φορά τον ήπιε η ομάδα μας...
    - Άσ' τα ... στο tsiboukability πρώτοι είμαστε !

βλ. και στοκαμπίλιτι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Vrastaman

Dual2penis, το αναγραμμαντείο σε καλωσορίζει στο σλανγκρρρ

#2
iron

το σλανγκρ όμως δεν τον καλωσόρισε και τόσο... γιατί ρε σοφοί τον θάψατε τον άνθρωπα; μια χαρά λημματάκι είναι.

#3
iron

Συνετέλεσε όμως, όπως και ο Αλάριχος, στον εμπλουτισμό του καταλόγου του λήμματος γαμοσλανγκοτέτοια.