Ντροπιαστική κατά πολλούς κατάσταση κατά την οποία, ο ανήρ, την ώρα που απολαμβάνει πεολειχίας, αναπάντεχα εξαπολύει πορδή απείρου ήχου, κάλλους και οσμής με λογικά επακόλουθα.

Μάγκες αφήστε, εχτές που με έγλυφε το γκομενάκι μου 'κατσε κλασόπιπα και την έριξα... τι να 'κανα ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα ηλικίας άνω των 55 με προκλητική παρουσία (οριακά porn), με εμφάνιση συνήθως που είναι αποτέλεσμα αισθητικής χειρουργικής επέμβασης (αλλά με όχι τόσο καλά αποτελέσματα). Συνώνυμο: βλ. γριόνι. Συναντάται συνήθως σε παρακμιακά σκυλάδικα, αλλά και σε αριστοκρατικούς κύκλους.

Τρελή γρέτζω η Λάτ..η, έτσι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα ηλικίας άνω των 55 με προκλητική παρουσία (οριακά porn), με εμφάνιση συνήθως που είναι αποτέλεσμα αισθητικής χειρουργικής επέμβασης (αλλά με όχι τόσο καλά αποτελέσματα). Συνώνυμο: βλ. γρέτζω. Συναντάται συνήθως σε παρακμιακά σκυλάδικα, αλλά και σε αριστοκρατικούς κύκλους.

Καλά, αυτή η Μπα...ου είναι τρελό γριόνι, δεν συμφωνείς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα η οποία καθήμενη στο έμπροσθεν τμήμα του σκαμπώ μπάρας club ή καφετέριας, κουνιέται μπρος πίσω εναλλάξ, προσπαθώντας να πετύχει : α) διέγερση αιδοίου - πρωκτού
β) πρόκληση αρσενικών οφθαλμών εστιαζόμενων στην κωλάρα της.

(σε μπαρ δύο φίλοι) - Πω πω!! Κοίτα μια κωλάρα η σκαμπωγαμιόλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιμπουκαμπίλιτι (tsiboukability): η τέχνη (ικανότητα) του τσιμπουκώνειν. Από το τσιμπούκι και ability.

  1. - Ωραία χειλάκια έχει η Βανέσσα... - Φιλαράκι ... άσε ... μιλάμε για τοπ tsiboukability!

  2. - Γαμώτο, για άλλη μια φορά τον ήπιε η ομάδα μας...
    - Άσ' τα ... στο tsiboukability πρώτοι είμαστε !

βλ. και στοκαμπίλιτι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified