Ο σπανός, αυτός που δεν έχει γένια.
Γυναίκα κοντόχοντρη, με ανδρική κόμμωση, μουστάκι, μούσι κ.λπ. Ουσιαστικά άνδρας (άσχημος) που καταχωρίσθηκε κατά λάθος στο ληξιαρχείο ως γυναίκα. Σε αυτές τις περιπτώσεις η λέξη θηλυκοποιείται (η τακατίνος, άκλ.).
- Παίζαμε τάβλι, και τι μου λέει ο παλιοτακατίνος ο Θύμιος; Πως έφερε εξάρες, λέει, ενώ είχε φέρει ασσόδυο!
- Ε, τη σπανομαρία...
2 comments
poniroskylo
Περίεργη λέξη... Από που, άραγε, να προέρχεται;
Αλάριχος Τεκέλογλου
Έλα ντε... Να έχει καμιά σχέση με την «Κατίνα»; Την άκουσα σε κάτι χωριά στην Πελοπόννησο.