1. Ο σπανός, αυτός που δεν έχει γένια.

  2. Γυναίκα κοντόχοντρη, με ανδρική κόμμωση, μουστάκι, μούσι κ.λπ. Ουσιαστικά άνδρας (άσχημος) που καταχωρίσθηκε κατά λάθος στο ληξιαρχείο ως γυναίκα. Σε αυτές τις περιπτώσεις η λέξη θηλυκοποιείται (η τακατίνος, άκλ.).

- Παίζαμε τάβλι, και τι μου λέει ο παλιοτακατίνος ο Θύμιος; Πως έφερε εξάρες, λέει, ενώ είχε φέρει ασσόδυο!
- Ε, τη σπανομαρία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
poniroskylo

Περίεργη λέξη... Από που, άραγε, να προέρχεται;

#2
Αλάριχος Τεκέλογλου

Έλα ντε... Να έχει καμιά σχέση με την «Κατίνα»; Την άκουσα σε κάτι χωριά στην Πελοπόννησο.