Ο Λαρισαίος.
Ο βρωμοπόδαρος, αυτός που οι πατούσες του μυρίζουνε τυρίλας (σε γενική πτώση). Βλ. και τυρέμπορας.
Ο όρος προέρχεται από το όνομα του μεσαιωνικού συγγραφέα Τυρόλδου, πιθανώς μυθικού. Βλ. εδώ.
- Από πού είναι ο Βάιος, ρε;
- Δεν το 'πιασες από το όνομα; Τυρόλδος είναι ρε, τυρόλδος.- Τι βρομάει σα λέσι εδώ μέσα, μάγκες;
- Αυτός ο τυρόλδος ο Γρηγόρης έβγαλε πάλι τα παπούτσια του.
2 comments
poniroskylo
Τελέρε, παιδί μου... μιλάμε σλανγκ με βάθος παιδείας... γουάου... μεσαιωνική γραμματεία κιέτσ'...
Αλάριχος Τεκέλογλου
Εμ, μπρίκια κοΛΛάμε; (το ΛΛ παχύ-παχύ)