Ασυζητητί, το δίχως άλλο, το πράμα δεν σηκώνει αντίρρηση (όρος σχηματισμένος κατά τα αρχαϊκά επιρρήματα εις -ί, πβ. αποινί, ασκαρδαμυκτί κ.λπ.).

— Θα έρθεις απόψε να τα πιούμε;
— Αβλεπί!

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

εχμ... σεσινεπασλάνγκ ωρέ!

#2
Αλάριχος Τεκέλογλου

Τι να σου πω; Ένα φιλαράκι μου από Κόρινθο, που μιλούσε κάργα σλανγκ, το έλεγε με κλείσιμο του ματιού... (ίσως για να μη βλέπει, αφού έλεγε «αβλεπί» :))

#3
poniroskylo

Λέγεται πολύ στην πόκα, σε δύο περιπτώσεις:

  1. Στην αρχή της μοιρασιάς, όταν οι παίκτες βάζουν ένα αρχικό ποσό πριν δουν τα φύλλα τους - το λεγόμενο blind.

  2. Σε απάντηση χτυπήματος του αντιπάλου λέγεται και το «τα πάω αβλεπί» όταν ο παίκτης είναι τόσο σίγουρος που δεν μπαίνει καν στον κόπο να κοιτάξει το τελευταίο χαρτί που πήρε. Εφετζήδικο.

Πολλοί, αντί για αβλεπί, λένε το γαλλικό ισοδύναμο sans voir.

#4
jesus

στο χωριό του πατέρα μου (δράμα μεριά) παίζει νομίζω κ ένα αντίστοιχο τούρκικο, κάτι σαν «γκιούλμεντεν» το θυμάμαι, ως αντίστοιχο αυτό που λέει ο γουφ.
κάποιος;

#5
Αλάριχος Τεκέλογλου

Επειδή είμαι πρόσφυγας, τυχαίνει να ξέρω αυτό που θέλεις. Είναι το «γκιορμεντέν» ή «γκιόρμεντεν» = χωρίς να το δει κανείς, «αβλεπί».

#6
jesus

κ τώρα ποιο καλό παιδί θα μαζέψεις όλαφ τα κ θα τα κάνεις λήμμα;

#7
poniroskylo

Έτσι. Τουρκιστί, görmeden.

#8
vikar

Ωραίος ο Αλάριχος. Ο τέως το καταγράφει αβλεπεί, ως αλλότυπο του αβλεπτί (το οποίο δεν έχω ακούσει ποτέ βέβαια), ενώ στον Τριαντά δέν υπάρχει τίποτε.