Ασυζητητί, το δίχως άλλο, το πράμα δεν σηκώνει αντίρρηση (όρος σχηματισμένος κατά τα αρχαϊκά επιρρήματα εις -ί, πβ. αποινί, ασκαρδαμυκτί κ.λπ.).
— Θα έρθεις απόψε να τα πιούμε;
— Αβλεπί!
Ασυζητητί, το δίχως άλλο, το πράμα δεν σηκώνει αντίρρηση (όρος σχηματισμένος κατά τα αρχαϊκά επιρρήματα εις -ί, πβ. αποινί, ασκαρδαμυκτί κ.λπ.).
— Θα έρθεις απόψε να τα πιούμε;
— Αβλεπί!
Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
8 comments
iron
εχμ... σεσινεπασλάνγκ ωρέ!
Αλάριχος Τεκέλογλου
Τι να σου πω; Ένα φιλαράκι μου από Κόρινθο, που μιλούσε κάργα σλανγκ, το έλεγε με κλείσιμο του ματιού... (ίσως για να μη βλέπει, αφού έλεγε «αβλεπί» :))
poniroskylo
Λέγεται πολύ στην πόκα, σε δύο περιπτώσεις:
Στην αρχή της μοιρασιάς, όταν οι παίκτες βάζουν ένα αρχικό ποσό πριν δουν τα φύλλα τους - το λεγόμενο blind.
Σε απάντηση χτυπήματος του αντιπάλου λέγεται και το «τα πάω αβλεπί» όταν ο παίκτης είναι τόσο σίγουρος που δεν μπαίνει καν στον κόπο να κοιτάξει το τελευταίο χαρτί που πήρε. Εφετζήδικο.
Πολλοί, αντί για αβλεπί, λένε το γαλλικό ισοδύναμο sans voir.
jesus
στο χωριό του πατέρα μου (δράμα μεριά) παίζει νομίζω κ ένα αντίστοιχο τούρκικο, κάτι σαν «γκιούλμεντεν» το θυμάμαι, ως αντίστοιχο αυτό που λέει ο γουφ.
κάποιος;
Αλάριχος Τεκέλογλου
Επειδή είμαι πρόσφυγας, τυχαίνει να ξέρω αυτό που θέλεις. Είναι το «γκιορμεντέν» ή «γκιόρμεντεν» = χωρίς να το δει κανείς, «αβλεπί».
jesus
κ τώρα ποιο καλό παιδί θα μαζέψεις όλαφ τα κ θα τα κάνεις λήμμα;
poniroskylo
Έτσι. Τουρκιστί, görmeden.
vikar
Ωραίος ο Αλάριχος. Ο τέως το καταγράφει αβλεπεί, ως αλλότυπο του αβλεπτί (το οποίο δεν έχω ακούσει ποτέ βέβαια), ενώ στον Τριαντά δέν υπάρχει τίποτε.