Στην ποικιλία της Κεφαλονιάς είναι κατάρα που σημαίνει να μην βγάλεις τον χρόνο ζωντανός.

Αχρόνιαος να 'σαι!

Got a better definition? Add it!

Published

Αλλιώς ο άσφαιρος άντρας, ο άντρας που δεν μπορεί να κάνει σεξ λόγω ανικανότητας ή υπερβολικού αυνανισμού που τον έχει ξεζουμίσει.

Τον έπαιξε τόσες φορές για πάρτη της που όταν τελικά του κάθησε ήταν αβολίδωτος.

Got a better definition? Add it!

Published

Μάλλον ψιλο-καινουργιοφανές ρήμα που σημαίνει αίρω μια τιμωρία, τις συνέπειες που έχει, δηλαδή, μια ποινή μετά την επιβολή της, π.χ. τον αποκλεισμό από κάτι. Η λέξη βρίσκει νόημα κυρίως εκεί που γίνεται λόγος για τιμωρία που λήγει πριν την κανονική ή αναμενόμενη έκτιση αυτής, ή της οποίας οι συνέπειες απαλύνονται, ή όταν ενδιαφέρει να βρεθεί τρόπος να γίνουν αυτά. Ξετιμωρία, θα λέγαμε, είναι μια τιμωρία που ψευτο-εκτίεται.

Επιβεβαιωμένες χρήσεις

α) σε αθλητικά συμφραζόμενα, που ακούγεται κατά κόρον (πολλά γουγλοπαραδείγματα) όταν ένας παίκτης παίρνει επίτηδες κάρτα για να συμπληρώσει τον αριθμό που προβλέπεται και να τιμωρηθεί με αποκλεισμό στον επόμενο αγώνα και να μην διακινδυνέψει να λείψει από επερχόμενο, πιο κρίσιμο αγώνα.

Εκτός των τριών πόντων που πήρε η ΑΕΛ στην αναμέτρηση με την Αναγέννηση Γιαννιτσών είχε και την ευκαιρία να «ξετιμωρήσει» τρεις παίκτες της. Ντίνο Σέρεμετ, Αποστόλης Σκόνδρας και Δημήτρης Χασομέρης εξέτισαν την αγωνιστική της ποινής του ελέω τεσσάρων κίτρινων καρτών και τίθενται στη διάθεση του Τίμου καβακά για την εκτός έδρας αναμέτρηση με τον Ολυμπιακό Βόλου.
Πηγή

Ο Θόδωρος Ζαγοράκης είχε αποσπάσει την περασμένη Πέμπτη την προφορική δέσμευση του Σοφοκλή Πιλάβιου [...] να εκδικάσει την υπόθεση των γεγονότων του αγώνα Κυπέλλου ΠΑΟΚ- ΑΕΚ. Του έδωσε αυτή την υπόσχεση ο ψηλός γιατί φάνηκε ότι κατάλαβε πως είναι υποχρεωμένη η επιτροπή της ΕΠΟ να εκδικάσει την υπόθεση εγκαίρως [...] Πόσω μάλλον από τη στιγμή που έφτασε πρόσφατα στο σημείο να “σπάσει” την αργία του Σαββάτου, μόνο και μόνο για να ξετιμωρήσει τον Μιραλάς και να του επιτρέψει να παίξει με τον Ολυμπιακό στο Χαριλάου [...]
Πηγή

β) από ταρίφες οι οποίοι, αν κατάλαβα καλά λαθρακούγοντάς τους, έχουν βρει το διάολό τους με ψιλο-αυτόματα συστήματα διεκδίκησης κούρσας κλπ και προφ κάνουν πράγματα που δεν πρέπει (τι είδους δεν ξέρω), το σύστημα τους τιμωρεί, μετά τους ξετιμωρεί ή "ξεχνά" να τους ξετιμωρήσει και τα παίρνουν στο κρανίο κλπ κλπ

- Και παίρνω τηλέφωνο και λέω γιατί δε με ξετιμώρησε...
- Κανονικά έπρεπε μόνο του να σε ξετιμωρήσει...
- Ναι, δεν ξέρω γιατί δε με ξετιμωρεί...[*]

(συγγνώμη για το παραπάνω φανταστικό παράδειγμα, μου έκανε απλά εντύπωση η λέξη αλλά δεν κατάλαβα περισσότερα).

Αλλά φαντάζομαι η λέξη έρχεται ψιλοαυθόρμητα και σε άλλα πλαίσια και χώρους που το %$@#@#$ νεοφιλελέρικο smart σύστημα μας κάνει να κυνηγάμε την ουρά μας με συστήματα επιβράβευσης, τιμωρίας κλπ αναξιοπρεπή ακόμα και για χιμπατζήδες (ουπς, ξέφυγα, συγνώμη, ναι, η ατιμωρησία είναι κακό πράμα).

Χρησιμοποιείται κι αλλού; Παρακαλώ συμβάλετε αν γνωρίζετε.

[*] Όπως βλέπουτε, η αδικιολόγητη μη άρση μιας τιμωρίας οδηγεί σε μαθημένη αβοηθησία, μαύρη απελπισία να το πούμε πιο απλά. Αλλά ας αφήσουμε τα συμπεριφοριστικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν μετακινώ τον τόνο αντί να προσθέτω χρονική αύξηση ή το στερητικό α-.

Συνήθως είναι απλά δείγμα αγραμματοσύνης, όχι σλανγκ, αλλά μερικές φορές γίνεται σλανγκ όταν μας φαίνεται κάπως καθαρευουσιάνικο το σωστό.

  1. Με έμπνευσες και έγραψα ένα τραγούδι.

  2. Υπάρχουν τρία ανοιγμένα γιαούρτια και κανένα άνοικτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα «ξεμπράβο» το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να πάρουμε πίσω τα εύσημα που είχαμε αποδώσει σε κάποιον που ενώ αρχικά έκανε κάτι καλό, στην πορεία συνέχισε με πατάτες και ανέτρεψε τις προσδοκίες μας.

Το λήμμα δημιουργεί μια αίσθηση ψυχρολουσίας / σκωτσέζικου ντους σε αυτόν που το δέχεται και μας αυτοανακηρύσσει και ακομπλεξάριστους / αντικεμενικούς / μη δογματικούς κριτές που ξέρουμε να λέμε το «μπράβο» όταν κάποιος το αξίζει, αλλά παράλληλα και να τον καταχεριάζουμε όταν τα κάνει νι καπέλο.

Συνώνυμο: είσαι και μαλάκας, είσαι και λεβέντης/

Μετά το «Μπράβο» στον Γ.Α.Π. για τη στήριξη της Ε.Ε. προς την Ελλάδα την 25η Μαρτίου, του οφείλουμε ένα μεγάλο «Ξεμπράβο» για την ανάμειξη του ΔίΝεΤου τον Απρίλιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασυζητητί, το δίχως άλλο, το πράμα δεν σηκώνει αντίρρηση (όρος σχηματισμένος κατά τα αρχαϊκά επιρρήματα εις -ί, πβ. αποινί, ασκαρδαμυκτί κ.λπ.).

— Θα έρθεις απόψε να τα πιούμε;
— Αβλεπί!

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκοτικό επίρρημα, που σημαίνει αέρα-πατέρα, αβέρτα-κουβέρτα, αβάδιστα, αβασάνιστα, αβλεπί, άνετα κλπ δηλαδή με την έννοια της ταχύτητας ή/και της αφθονίας (μπόλικα).

Η λέξη παίζει με την προέλευση εκ των ρημάτων:

  • Κάμνω (έκαμνον-καμούμαι-έκαμον-κέκμημαι-εκεκμήκειν > κόπος, κάματος, καματερό κλπ, δηλ. άνευ κόπου / ξεκούραστα και
  • Κόπτω, τόσο υπο την έννοια της χρονικής συνέχειας (δηλ. αδιάκοπα) όσο και της ταχύτητας γραμμής παραγωγής αγαθών (π.χ. βιβλίων, φύλλων λαμαρίνας κλπ), που διατίθενται στην λιανική πριν προλάβουν να υποστούν φινίρισμα (άκοπα) βλ. και εκφράσεις κόβω μονέδα/κοστούμι κλπ.

    Χρησιμοποιείται συχνά με το ρήμα «φεύγω», με την έννοια της ταχύτατης εμπορικής διάθεσης στην αγορά λόγω αυξημένης ζήτησης (π.χ. φεύγει το εμπόρευμα = ξεπουλάω).

  1. Ο κυρ-Μανώλης άνοιξε μπάνικο πατσατζήδικο απέναντι απ’ τη μπουζουκλερί και κονομάει άκοπα κάθε βράδυ απ’ τους ξενύχτηδες.

  2. - Πώς είσαι έτσι ρε σαν κλαμμένο μουνί;
    - Πήγαμε στο γωνιακό ουζερί με το Μάκη χτές το μεσημέρι για κανα μεζέ, έτυχε κάποιος Κρητικός απο την καρσινή παρέα να’ χει γενέθλια και κέρναγε ρακές άκοπα. Περιττό να σου πώ οτι γίναμε φεκλόνια. Πήγαμε 12 το μεσημέρι και γυρίσαμε σπίτι 12 το βράδι. Μεροκάματο χτυπήσαμε εκεί μέσα...

  3. - Μήπως έχετε Gauloises;
    - Έφερα χτές δυο κούτες, αλλά έχουνε γίνει μόδα τώρα και φεύγουνε άκοπα. Πριν απο μισή ώρα πούλησα το τελευταίο...
    - Gitanes;
    - Ζητάν παιδάκι μου, αλλά πού να τα βρείς;

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν είναι σλανγκ, δεν είναι ιδίωμα, είναι ελληνικότατο επίρρημα, που σημαίνει ευθύ βλέμμα, χωρίς να ανοιγοκλείσουν τα βλέφαρα, δηλαδή ατενώς. Έλα όμως που χρησιμοποιείται πολλάκις από τον Ανδρέα Εμπειρίκο στον Μεγάλο Ανατολικό και έτσι, ως φόρο τιμής σε αυτόν τον φοβερό λεξιπλάστη, πρέπει να γίνει αναφορά και σε αυτό το λήμμα.

  1. Τον κοίταξε ασκαρδαμυκτί και χωρίς δισταγμό του βρόντηξε το όχι μέσα στην μάπα.
  2. ...... ο καυλωµένος φύλαξ, κοιτάζων ασκαρδαµυκτί την Φλώσσυ εις τά µάτια, µε ευγένειαν και καλωσύνην, ...(η συνέχεια στις σελίδες του Μεγάλου Ανατολικού - μέρες που είναι μην κολλαστούμε κιόλας)

Κλασική χρήση του "ασκαρδαμυκτί" από Χάρρυ Κλυνν στα πρώτα δευτερόλεπτα (από Hank, 11/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φύγε από 'δω. Πάρε δρόμο, κοπάνα τη.

Τάκη, ξεπαρεού γιατί μας τά 'χεις πρήξει.

"Είναι ξεπαρεού ο Βαλεντίνος;" Ερωτήματα στο 1.00. (από Khan, 14/02/14)"Ξεπαρεού", που λένε κι οι Ζουλού. (από Khan, 10/07/14)

Βλ. και σπάω, αμολάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified