Αυτός που σου αρέσει πολύ, ο φοβερός και γαμιστερός μαζί.
Αυτός που σε κάνει να φοβάσαι, ο τρομακτικός (κυριολεκτικά).
Και στις δύο σημασίες του, πρόκειται για σλανγκίζοντα όρο που χρησιμοποιείται κυρίως από κοπέλες, σχηματισμένος από το «φοβίζω», κατά το πρότυπο του «γαμιστερός» (<«γαμίζω», όπως λεγόταν κάποτε το γαμάω).
Είδα ένα θριλεράκι πολύ φοβιστερό.
Καλά, αυτό το φορεματάκι είναι φοβιστερό, φιλενάδα! Πού το ψώνισες;
0 comments