Η μεγάλη ανυπομονησία, το ξαφνικό άγχος να φύγει κανείς από κάπου.
Από το «κώλος», το «κάψα» (< καίω) και το -ίς/-ίδος. Χρησιμοποιείται κυρίως με την μορφή «με πιάνει κωλοκαψίδα» ή «έχω κωλοκαψίδα». Πρόκειται ίσως για τοπικό ιδιωματισμό, το έχω ακούσει στα Επτάνησα, αλλά και στην Πελοπόννησο.
- Πάμε, Γιώργο μου, έχει πάει 1 η ώρα!
- Αμάν πια! Θα φύγουμε, κάτσε λίγο ακόμα. Κωλοκαψίδα σ' έπιασε;
0 comments