Η κατάσταση κατά την οποία, μετά την κολπηδόν συνουσία (σπανιότερα κατά την διάρκεια αυτής), το μουνί διαπράττει αντιποίηση αρχής και παριστάνει τον... κώλο, τ.έ. αρχίζει να κλάνει δυνατά!

Το φαινόμενο οφείλεται σε συσσώρευση αέρα στον κόλπο καθώς ο μπούτσος τρομπάρει μέσα-έξω. Και, ως γνωστόν, ότι μπει, θα βγει. Είναι λίγο embarrassing για τη γκόμενα, αλλά άμα είναι παλιά καραβάνα, βάζει τα γέλια και πάτε γι' άλλο ένα.

- Και που λες, με το που βγαίνω απ' το μουνάκι της, αρχίζει το κλασομούνι και μένω μαλάκας. Δεν είχα ξανακούσει τόσο δυνατές!
- Και δεν ξενέρωσες, ρε;
- Ε, λιγάκι, αλλά αυτή άρχισε να γελάει και να με χουφτώνει άγρια, οπότε της έριξα άλλον ένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Galadriel

Αααα αυτό το περίφημο λήμμα το μουνοκλάνι, το υπεύθυνο για την υστεροφημία σλανγκιστριών σε καφέ του Θησείου τι αναμνήσεις πια... Τώρα και σε κλασομούνι, τι να λέει...

#2
Αλάριχος Τεκέλογλου

Ε, πώς; Όλο και κάτι προσθέτει στην έννοια!

#3
Επισκέπτης

Ας μην το κρύψωμεν άλλωστε

#4
Khan

Καλύτερα ακούγεται το μουνοκλάνι, τέσπα...

#5
aias.ath

Συντάσσομαι καὶ ἐγὼ μὲ τὸ μουνοκλάνι. Ἡ διαφωνία μου γιὰ τὸ κλασομοῦνι, ἔστω κι ἂν αὐτὸ λέγεται, εἶναι τυπική, καὶ ἀφορᾷ εἰς τὴν τάξι τῶν συνθετικῶν τῆς λέξεως. Ἡ σύνθετη λέξι, ὡς γνωστόν, προσδιορίζεται ἐννοιολογικῶς ἀπὸ τὸ τελευταῖο συνθετικό. Ἐν προκειμένῳ τὸ κλασομοῦνι ὀφείλει τυπικῶς νὰ εἶναι μουνὶ ἔχον τὴν ἰδιότητα νὰ κλάνῃ. Τὸ μουνοκλάνι ἀντιθέτως δηλοῖ τυπικῶς τὴν κλανιὰ (οὐδετέρως ἐκπεφρασμένη) ποὺ προέρχεται ἀπὸ μουνί.

#6
Galadriel

Αυτό ακριβώς σκεφτόμουν, ο αίας το βαλε σε λέξεις.

#7
vikar

Το ρήμα ως άλφα συνθετικό υπάρχει ωστόσο. Καθόλου εκτεταμένα, αλλα υπάρχει (τό 'χω πιάσει στα Φετιχιστικά του γαμο-).

#8
vikar

Επίσης, η ένσταση του Αίαντα αφορά και το βρομοσκυλάω < σκυλοβρομάω, που συζητιέται εκεί αυτές τις μέρες.

#9
Αλάριχος Τεκέλογλου

Τυπικώς σωστά αυτά, αλλά αφενός η χρήση έχει καθιερώσει (και) το «κλασομούνι», αφετέρου αναλογιστείτε λέξεις όπως «πονοκέφαλος», «πονόδοντος»... Να λέμε «δοντόπονος»;