Σλανγκοέκφραση που ακουγόταν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αι. Σημαίνει γαμάω, «τραβάω μανίκι», «τονε φοράω / ακουμπάω / μπήγω / σβουρίζω» κ.τ.λ., αναφέρεται δε στο έργο «Συνώνυμα και Συγγενικά» του Π. Βλαστού (σ. 177), λήμμα «γαμώ» (sic).

Από την ομοιότητα που έχει ο πέοντας με την πέννα (= καλαμάρι), η οποία είναι μακριά και φτύνει υγρό (εδώ: μελάνι) από την άκρη της.

- Ρε την καλαμάρωσες τελικώς τη Φούλα;
- Ε, 'ντάξ', φιληθήκαμε, της έγλειψα βυζάκια κ.λ.π.
- Καλά κρασά... Άμα δεν την καλαμάρωσες τι κάθομαι και σου μιλάω ακόμα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified