Υπονοεί τη γυναίκα ή τρανς, που έχει πνίξει κοπάδια από ανδρικά μόρια. Χρησιμοποιείται απαξιωτικά. Συνώνυμα: ψωλοπνίχτρα, πεοπνίχτρα, ή κουνελοπνίχτρα. Έχει συγγενική γλωσσική σχέση με την ψωλοαποθήκη.

- Πω-πω ρε κολλητέ, τί σεμνό γκομενάκι είναι αυτό;
- Τη Βιόλα λες ρε, την πουτσοπνίχτρα; Αυτή ξεπετάει 5 στη ξαπλωσιά της...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified