Η παλιαδερφή. Ο μαλάκας ομοφυλόφιλος. Ο μαλάκας, γενικώς.

Και γύρισε και μου είπε να μην τον ξαναενοχλήσω! Αν είναι δυνατόν να μου την πει κι από πάνω, η σκατίπουστα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
vikar

Λέγεται βέβαια και σκατόπουστα (μόνο έτσι το έχω ακούσει), αλλα γαμάτο το -ι- ως ενωτικό αντί του -ο-!... Υπάρχουν άλλα παραδείγματα;

#2
vikar

Και μιά και τό 'χω πρόχειρο, κατεβάζω νέα πρόταση περι «βαθμολόγησης»: να εισαχθεί μία νέα (τρίτη) μπάρα με αστεράκια, η οποία θα δηλώνει την εξοικείωση του χρήστη με τη λέξη και τη σημασία της (αποκοινού φυσικά).

Σκέφτομαι πιχί τρί αστεράκια: «πρώτη φορά το ακούω»-«τό 'χω ακούσει»-«το ακούω συχνά/το χρησιμοποιώ».

Το θεωρώ σημαντικό, αν όχι αναγκαίο, να υπάρχει ένας τέτοιος δείκτης για την συχνότητα χρήσης μιάς λέξης-σημασίας. Το μόνο κάπως σχετικό που υπάρχει μέχρι στιγμής πέρ' απ' τα σχόλια, είναι να δηλώνει κανείς αν αυτό που καταχωρίζει είναι λεξιπλασία ή όχι.

Τί λέτε;

#3
vikar

Όπα! Νά και ένα παράδειγμα οπου το γιώτα (μπορεί να θεωρηθεί οτι) λειτουργεί ως ενωτικό αντί του όμικρον: λεξιπλασία.

#4
Επισκέπτης

δες και Μουνικακας

#5
vikar

Σωστός/-ή!...

Βέβαια, το σκατίπουστα είναι το μόνο απ' τα τρία οπου το γιώτα είναι πράγματι ουρανοκατέβατο ενωτικό (στα άλλα δύο μπορείς να πείς οτι ανήκει σε θέμα του πρώτου συνθετικού).

#6
vikar

Γκχ-γκχ...