Κατάσταση κατά την οποία κάποιος πουλάει μούρη χωρίς κανένα προσωπικό κόστος, ή ακόμα χειρότερα στην πλάτη κάποιου άλλου.
- Ο Κώστας πάλι πήρε τη μπέμπα του μπαμπά μπας και ρίξει κάνα γκομενάκι.
- Άσε ρε, αυτός κάνει τον πούστη με ξένο κώλο!
Κατάσταση κατά την οποία κάποιος πουλάει μούρη χωρίς κανένα προσωπικό κόστος, ή ακόμα χειρότερα στην πλάτη κάποιου άλλου.
- Ο Κώστας πάλι πήρε τη μπέμπα του μπαμπά μπας και ρίξει κάνα γκομενάκι.
- Άσε ρε, αυτός κάνει τον πούστη με ξένο κώλο!
βλ. και με κώλο αλλουνού κι εγώ γίνομαι πούστης, κάνεις τον πούστη με ξένους κώλους, με ξένο κώλο πούστης (δεν γίνεσαι)
Got a better definition? Add it!
4 comments
Cunning Linguist
Πού δηλαδή κανείς να βρει κώλο και γαμάει αβέρτα, και να είναι και ο κώλος δανεικός! :Ρ
npogas
χαχαχα κορυφαίο λήμμα και αυτό!
patsis
Βλ. και κάνει τον πούστη με ξένο κώλο, κάνεις τον πούστη με ξένους κώλους, με ξένο κώλο πούστης (δεν γίνεσαι),με ξένο μουνί κάνει την πουτάνα.
ο αυτοκτονημενος
και κάνει κηδεία με ξένα κόλλυβα