Κατάσταση κατά την οποία κάποιος πουλάει μούρη χωρίς κανένα προσωπικό κόστος, ή ακόμα χειρότερα στην πλάτη κάποιου άλλου.
- Ο Κώστας πάλι πήρε τη μπέμπα του μπαμπά μπας και ρίξει κάνα γκομενάκι.
- Άσε ρε, αυτός κάνει τον πούστη με ξένο κώλο!
Κατάσταση κατά την οποία κάποιος πουλάει μούρη χωρίς κανένα προσωπικό κόστος, ή ακόμα χειρότερα στην πλάτη κάποιου άλλου.
- Ο Κώστας πάλι πήρε τη μπέμπα του μπαμπά μπας και ρίξει κάνα γκομενάκι.
- Άσε ρε, αυτός κάνει τον πούστη με ξένο κώλο!
βλ. και με κώλο αλλουνού κι εγώ γίνομαι πούστης, κάνεις τον πούστη με ξένους κώλους, με ξένο κώλο πούστης (δεν γίνεσαι)
Got a better definition? Add it!
Λέγετε για κάποιον που φορτώνει στους άλλους τις δικές του υποχρεώσεις.
-Ρε, δεν με παρατάς που κι αυτό σε μένα θα το φορτώσεις! Εσύ κάνεις τον πούστη με ξένο κώλο!
βλ. και με κώλο αλλουνού κι εγώ γίνομαι πούστης, κάνεις τον πούστη με ξένους κώλους, με ξένο κώλο πούστης (δεν γίνεσαι)
Got a better definition? Add it!
Αυτός που χώνεται αλλά δεν τον παίρνει, ή που πλασάρεται άνετος με πλάτες άλλων και κρυφή συνεισφορά τρίτων.
Εκνευρισμένη γκαρσόνα:
- Τι μαλάκας αυτός εκεί; Μου ζήτησε να κεράσω την κοπέλα που γουστάρει από το διπλανό τραπέζι γιατί δεν έχει λέει λεφτά, θέλει να κάνει και τον πούστη με ξένο κώλο ο ξεφτίλας...
βλ. και με κώλο αλλουνού κι εγώ γίνομαι πούστης, κάνεις τον πούστη με ξένους κώλους, με ξένο κώλο πούστης (δεν γίνεσαι)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified