Η κτηνοτροφία στην ελληνική ύπαιθρο είναι παμπάλαια δραστηριότητα. Η αγελάδα είναι ένα βοοειδές χρησιμότατο που παράγει γάλα που, πέρα από την αυτούσια κατανάλωσή του, αποτελεί και θεμελιώδη πρώτη ύλη για αμέτρητες γαστριμαργικές δημιουργίες. Η αγελάδα συγχρόνως παράγει και απογόνους προς κατανάλωση βοείου κρέατος, παραγωγή δέρματος, κλπ αλλά και για την αναπαραγωγή του είδους. Τα παραπάνω προσπορίζουν ένα σημαντικό εισόδημα στον ιδιοκτήτη της.

Η εγγενής αδυναμία παραγωγής γάλακτος από τον άρρενα εκπρόσωπο του είδους (ταύρος, δαμάλι κλπ), καθώς και η γενικότερη απροθυμία του για συμμετοχή σε άλλες υποδεέστερες παραγωγικές ασχολίες, καθιστά την επί μακρόν εκτροφή και διατήρησή του, οικονομικά ασύμφορη στον ιδιοκτήτη του. Πλην όμως είναι απαραίτητος για την διαιώνιση του είδους και την αναπαραγωγή, με την παροχή του ως δότη αναπαραγωγικών κυττάρων μέσω του ζευγαρώματος με το θηλυκό.

Η συμμετοχή, χρονικά, του επιβήτορα στη διαδικασία της αναπαραγωγής είναι σχετικά βραχεία, ενώ η επαναληπτική ικανότητα και συχνότητα του είναι σχετικά μεγάλη. Ένεκα τούτου δεν απαιτείται μεγάλος αριθμός επιβητόρων για την εν λόγω πασίγνωστη δραστηριότητα, καθ' όσον ελάχιστα διαφέρει και από την ανθρώπινη τοιαύτη.

Έτσι λοιπόν, κάποιος από τους εκτροφείς αναλαμβάνει να εκτρέφει και να διατηρεί εν ζωή ένα δυνατό, υγιές και “βαρβάτο” αρσενικό, με αποκλειστικό σκοπό τον προαναφερθέντα. Πλην όμως, η αναπαραγωγική του δραστηριότητα και ενασχόληση του εν λόγω “ζωντανού” αποζημιώνεται έναντι ευλόγου χρηματικού ή άλλου συμπεφωνηθέντος τιμήματος, το οποίο και καταβάλλεται εξ ολοκλήρου στον ιδιοκτήτη του μετά την επιτυχή περαίωση του “έργου”, από τον ιδιοκτήτη της αγελάδας, ο οποίος και δικαιούται να παρευρίσκεται στο τόπο της συνεύρεσης, και που είναι κατά κανόνα ο τόπος του άρρενος (προς αποφυγή περιττών μετακινήσεων και διατήρηση ακέραιας της δύναμης του προς τον σκοπό της αναπαραγωγής).

Δεν αναφέρονται ιστορικά δεδομένα για παρακρατήσεις, εισφορές, επιβαρύνσεις, παράβολα, τέλη, δασμούς, χαρτοσημάνσεις κλπ της παραπάνω συναλλαγής.

Το αρσενικό αυτό τετράποδο λοιπόν, είναι ευρύτερα γνωστό στην ελληνική ύπαιθρο με το συμπαθέστατο όνομα-υποκοριστικό “μπίκας”.

Μεταφορικά, ο όρος χρησιμοποιείται για χαρακτηρίσει έναν άνδρα υπερδραστήριο σεξουαλικά, με πολλούς απογόνους από διαφορετικές γυναίκες, ερωτύλο, γυναικά κλπ.

  1. - Πού την πας ρε Μήτσο;
    - Στον μπίκα!

  2. - Τον είδες τον Γιώργο; Πριν μια ώρα κυκλοφορούσε με άλλη.
    - Είναι μεγάλος μπίκας.

(από iwn, 21/10/10)(από iwn, 21/10/10)Ὁ διοικητὴς τῆς ΕΥΠ κ. Κ. Μπίκας, «γερμανικής παιδείας και αμερικανικής πρακτικής» (από aias.ath, 15/11/11)

βλ. και μπίκος, μπήκας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iwn

βλ. και μπογάς

#2
vikar

Πολύ κατατοπιστικός ίων, νά 'σαι καλά.

Τον μπίκα (ή και μπήκα) εγώ τον ξέρω ως μπικάδι (Θεσσαλονίκη και παραθεσσαλονίκια). Για την ετυμολογία δε, δέν έχω προσωπικά ιδέα...

#3
MXΣ

bikar, όπως γράφω και στον άλλο ορισμό, εχέμ, εχέμ, αν δεν είναι από το «μπήγω» μάλλον προέρχεται από το σλαβωνικό бик, bik, бык, bike και býk αλλά και το τουρκικό boğa. Όλα αυτά σημαίνουν ταύρος. Μάλιστα, για την τουρκική εκδοχή ψάξε και το Μπίγα (ή Βίγα) Δαρδανελίων, περιοχή όπου ήτο φημισμένο κέντρο εμπορίας βοοειδών (Βoğa şehir, ήτοι πόλη των Ταύρων). Η επίσημη όμως ετυμό είναι εκ του «Πηγαί».

αατα και σόρυ για τα bold, άιρον...

#4
MXΣ

Να προσθέσω επίσης ότι για το «μπίκας» ως ταύρος, υπάρχουν ιντερνετικές αναφορές και σε ποντιακά και δαρνάκικα site (τι γράφω πάλι ο πούστης!)

#5
vikar

Όπα, θένξ ρε σύ. Όντως, προσωπικά τα σλαβοτούρκικα τα βρίσκω πειστικότερα.

#6
iron

στο εξής άμα ο βίκας παρενοχλεί τις γυναίκες του σάη, θα αποκαλείται πλέον μπίκας.