Κοπρόσκυλο (μάλλον από παραφθορά του τούρκικου köpek).

Απευθύνεται σαν βρισιά σε τεμπελχανάδες.

Συχνότατο σαν παλιοκουπούκι.

- Τι λέει ο νέος; Τρέχει;
- Άι σιχτίρ, το παλιοκουπούκι! Αν δε στρώσει σε μια βδομάδα, παίρνει πόδι. Ωσπού να κουνηθεί βρωμάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
PKP

Παιδιά, νομίζω ότι συνήθως το λέμε κοπούκι...
Καλό όμως!

#2
iwn

kopuk= κομμένος, αλήτης (διαβάζεται κοπούκ)
köpek= σκύλος (διαβάζεται κιοπέκ) και köpeği= σκύλος (διαβάζεται κιοπεζί)
köpük = ο αφρός, η φυσαλίδα (κιοπούκ)