Κοπρόσκυλο (μάλλον από παραφθορά του τούρκικου köpek).
Απευθύνεται σαν βρισιά σε τεμπελχανάδες.
Συχνότατο σαν παλιοκουπούκι.
- Τι λέει ο νέος; Τρέχει;
- Άι σιχτίρ, το παλιοκουπούκι! Αν δε στρώσει σε μια βδομάδα, παίρνει πόδι. Ωσπού να κουνηθεί βρωμάει.
3 comments
PKP
Παιδιά, νομίζω ότι συνήθως το λέμε κοπούκι...
Καλό όμως!
iwn
kopuk= κομμένος, αλήτης (διαβάζεται κοπούκ)
köpek= σκύλος (διαβάζεται κιοπέκ) και köpeği= σκύλος (διαβάζεται κιοπεζί)
köpük = ο αφρός, η φυσαλίδα (κιοπούκ)
iwn
άλλο πράγμα το κοπούκι και άλλο το κιοπέκ