Προσταγή, εντολή, απειλή, προειδοποίηση που σημαίνει παρέμεινε φρόνιμα, ήρεμα, πειθήνια, κάτσε καλά, στάσου προσοχή, μη μου κουνιέσαι κλπ.

Εκφέρεται και σκέτο, όμως συνοδεύεται συνήθως με κλεφταρματολίτικες και Γκουζκγουνικές υποσχέσεις ή αριστοφανικά κοσμητικά επίθετα.

Από την πιο κυριολεκτική χρήση: ευθυγραμμίσου ίσια, ίσα, στοιχίσου. Σε πιο traditionale χρήση εκφράζει σύγκριση.

Διπλό, «ίσα-ίσα», σημαίνει σχεδόν, πολύ κοντά, αλλά και εξ αντιθέτου, αντιθέτως, αντίθετα. Όρα και τσίμα-τσίμα, κάθε άλλο.

  1. Σκέτο:
    - Ίσα.
  1. Απειλή κλπ: - Ίσα μη σου γαμήσω.
    - Ίσα και σας έφαγα
    - Ίσα και σε καθάρισα.
    - Ίσα μωρή χαμούρα...
  1. Σύγκριση:
    - Μια κοπελάρα, ίσα μ' εκεί πάνω.

  2. Κοντά, σχεδόν:
    - Ίσα ίσα προλάβαμε το πλοίο που έφευγε.
    - Η σφαίρα πέρασε ίσα-ίσα, δίπλα απ το κεφάλι του.
    - Ίσα βάρκα, ίσα νερά.

  3. Αντιθετικά:
    - Όχι μόνον καθυστέρησε αλλά ίσα-ίσα, μας τα 'ψαλε κιόλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
allivegp

Πολύ καλό!

#2
GATZMAN

Με αναγραμματισμό το ισα>σια
Το σια
-->cia (άρα πίσω σου, έχεις κι άλλους)