Σημαίνει: «Πάρε δρόμο!!», «Βρε ούστ!!», «Σπάσε!!», «Γκιτ ρε!!» (απ' το τούρκικο φύγε).

Λέγεται πάνω σε καυγά, με άγριο, αποφασιστικό ύφος και πολύ ελαφρά δασύ και τραβηγμένο το σίγμα.

Ο Λιάκος ο Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το παλιό προτρεπτικό επιφώνημα yisa! των χαμάληδων της Πόλης που το πήραν οι καπανταήδες -κι απ' αυτούς οι μάγκες (σημαίνει και: αλλάζω πορεία προς τον άνεμο). Πίσω του διακρίνει το ιταλικό (βενετσιάνικο κατά Τριανταφυλλίδη) ναυτικό επιφώνημα issa! (βίρα!), που λέγονταν όταν το ιστιοφόρο σήκωνε πανιά για να την κάνει.

Ίσα μωρή λούγκρα μη σηκωθώ και φτύσεις της μάνας σου το γάλα!

ΙΣΑ - Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών (από allivegp, 12/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσταγή, εντολή, απειλή, προειδοποίηση που σημαίνει παρέμεινε φρόνιμα, ήρεμα, πειθήνια, κάτσε καλά, στάσου προσοχή, μη μου κουνιέσαι κλπ.

Εκφέρεται και σκέτο, όμως συνοδεύεται συνήθως με κλεφταρματολίτικες και Γκουζκγουνικές υποσχέσεις ή αριστοφανικά κοσμητικά επίθετα.

Από την πιο κυριολεκτική χρήση: ευθυγραμμίσου ίσια, ίσα, στοιχίσου. Σε πιο traditionale χρήση εκφράζει σύγκριση.

Διπλό, «ίσα-ίσα», σημαίνει σχεδόν, πολύ κοντά, αλλά και εξ αντιθέτου, αντιθέτως, αντίθετα. Όρα και τσίμα-τσίμα, κάθε άλλο.

  1. Σκέτο:
    - Ίσα.
  1. Απειλή κλπ: - Ίσα μη σου γαμήσω.
    - Ίσα και σας έφαγα
    - Ίσα και σε καθάρισα.
    - Ίσα μωρή χαμούρα...
  1. Σύγκριση:
    - Μια κοπελάρα, ίσα μ' εκεί πάνω.

  2. Κοντά, σχεδόν:
    - Ίσα ίσα προλάβαμε το πλοίο που έφευγε.
    - Η σφαίρα πέρασε ίσα-ίσα, δίπλα απ το κεφάλι του.
    - Ίσα βάρκα, ίσα νερά.

  3. Αντιθετικά:
    - Όχι μόνον καθυστέρησε αλλά ίσα-ίσα, μας τα 'ψαλε κιόλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική rude / μάγκικη επίπληξη, η οποία προφανώς προκύπτει από τη λέξη «ίσια». Σαν να λέμε επιτακτικά σε κάποιον να κάτσει καλά, να ηρεμήσει, or else...

Ακολουθείται συχνά από το «μωρή» συν κάποιον ταιριαστό χαρακτηρισμό (λ.χ. «χαμούρα»).

- Καλά στραβός είσαι; Δε βλέπεις το κόκκινο;
- Ίσα μωρή χαμούρα, που θα με πεις και στραβό… Α πάνε πλύνε κάνα πιάτο, μουλάρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified