Καβά(ν)τζα: απόθεμα, εφεδρεία, στοκ, ρεζέρβα και, καταχρηστικά: εναλλακτική λύση, αποκούμπι, λύση ανάγκης.
(μαζεμένα όσα αποθησαύρισαν κι άλλοι στο σάη)
Εμπεριέχει την έννοια πως σχηματίστηκε στα μουλωχτά - αν κι όχι απαραίτητα παράνομα, απλώς ο κάτοχός της δεν έδωσε (περιέργως) λογαριασμό σε κανένα (κι όλοι αναγνωρίζουν πως πολύ καλά έκανε - αλλά μοναχά για την πάρτη του).
Το «δίχως (καμιά) καβάντζα» σημαίνει «ξυλάρμενος στην άβυσσο», «δίχως στήριγμα» και τα παρόμοια ανέλπιδα.
Όταν αφορά σε γκόμενα, εννοείται πως ο γαμιάς δεν βρίσκει κάποια της προκοπής για να του φύγουν τα χοντράδια και να ξεχαρμανιάσει και χρησιμοποιεί την εν λόγω γκόμενα που συνηθέστατα είναι (χωρίς ελπίδα) ψιλοτσιμπημένη μαζί του, αλλά χαίρει από την υπόλοιπη αντροπαρέα της εκτίμησης μιας ξανθιάς ή ενός μπάζου.
Το ρήμα καβα(ν)τζώνω, καβα(ν)τζάρω σημαίνει δημιουργώ καβάντζα για να 'χω στο μέλλον (κατά τα: «των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν, μαγειρεύουν», «βάζω στην άκρη»).
Όμως επιπλέον εμπεριέχει την έννοια της αρπαγής (την οποία δεν έχει η καβάντζα) και της αχορταγιάς, όπως και του ότι ο κάτοχος της καβάντζας έπεσε σαν καρτάλι και πρόλαβε τους άλλους.
(επειδή βαρέθηκα να το βλέπω στο welcum-scream)
- Τι το θέλεις τόσο λιπαντικό ρε μαλάκα;
- Το καβάντζωσα όταν είχε τη μισή τιμή.
- Σωστός!!- Γαμώ τη μπακουριά μου γαμώ!!
- Εεμμ, αντί να καβαντζώσεις την Πόπη, την έκανες πάσα στον Μητσάρα.
- Ποια μωρέ; το μπαρδακοβούλωμα;
- Με σβηστό το φως όλες οι τρύπες ίδιες είναι.
- Άι σιχτίρ σαβουρογάμη!!
10 comments
iron
θενξ σερ, ήξερα ότι θα το πάρει κάποιος σύντομα αυτό από το ΔΠ, γι' αυτό και τό 'ριξα.
electron
λίπος
jesus
το καβατζώνω έχει κ την έννοια του κρύβω, κυρίως για ναρκωτικά. στα μπλουζ του πρίγκηπα λέει ο σιδηρό
«έκλεψες μαύρο απ' την καβάτζα του στρατή»
κ δεν νομίζω να έχει την έννοια ότι το καβάτζωσε για τις δύσκολες μέρες του μήνα, αλλά ότι τό 'κρυψε.
αντίστοιχη ατάκα πέφτει κ στην αρχή του «τσίου» με το μαξ το γιατρό που καβατζώνει την πρέζα του τσίου ίζολ την καταπίνει για να μην τη βρούνε οι μπάτσοι.
μ' αυτήν την έννοια στα γαλλικά λέγεται planquer κ στα αγγλικά stash.
επίσης, καβατζώνω κάτι από κάποιον είναι κάτι σαν το «δανείζομαι χωρίς να έχω διάθεση να το επιστρέψω». δεν είναι ακριβώς κλέβω, γιατί γίνεται μεταξύ γνωστών, έχει την αίσθηση της ανακλιτότητας, αλλά μόνο την αίσθηση, καθώς κ τα δύο συμβαλλόμενα μέρη γνωρίζουν το τελεσίδικο. άλλη περίπτωση καβάτζας είναι το να καβατζώνεις ποτήρια, φλυτζάνια, σφηνοπότηρα κ τέτοια από μαγαζιά, κάτι το οποίο δεν καταγράφεται ως κλοπή.
μ' αυτήν την έννοια στα γαλλικά αντιστοιχεί στο piquer.
electron
και η ερώτηση που ετοιμαζόμουν να κάνω, ήταν:
ποιες οι προεκτάσεις του όρου καβατζώνω εις τη γαλλική;
αλλά με πρόλαβες. Ατά...
jesus
de l'ironie à deux balles.
sstteffannoss
@jesus: η καβάντζα σίγουρα μπορεί να είναι και αποθήκη κλοπιμαίων / ναρκωτικών (το δηλώνει ρητά ο silencer51) άρα κρυφή -οπότε τίποτε περίεργο στη ρήση του σιδηρο. Ίσως, όντως, να έπρεπε να το δηλώσω ρητά στυλ: «..Καβά(ν)τζα: απόθεμα, εφεδρεία, στοκ, ρεζέρβα ενίοτε κρυφό και καταχρηστικά...».
Το ρήμα σίγουρα έχει και την έννοια που δίνω (το χρησιμοποιώ και εγώ έτσι δίχως πρόβλημα).
Κατά Μπάμπη:
---..3. παίρνω κι αποθηκεύω, κρατώ κάτι αποθηκευμένο: έχω καβατζάρει μερικά μπουκάλια καλό κρασί για ειδικές περιστάσεις.
---για δε την καβάτζα: οτιδήποτε φυλάσσεται για να χρησιμοποιηθεί αργότερα: ...έχω τρεις μπίρες ~ (για τότε που δεν θα έχουμε άλλες)
Με τη δεύτερη έννοια που δίνεις, δεν διαφωνώ σε τίποτε. Νόμισα πως το ...στα μουλωχτά - αν κι όχι απαραίτητα παράνομα.. θα κάλυπτε.
Ούτε με την τελευταία βέβαια. Αλλά δεν είμαι σίγουρος μήπως λέγεται, ακριβώς γιατί μιλάμε για κάτι ευτελές οπότε το «κλέβω» -ειδικά τη σήμερον- παραείναι βαρύ -κάτι σαν σκωπτικό δηλαδή. Όχι πως αλλάζει κάτι βέβαια.
jesus
ναι σόρυ, δεν ήθελα να φανεί ότι διαφωνώ, απλά είναι κάποιες παρατηρήσεις συμπληρωματικές, ίσως κ να είναι η προσωπική αντίληψη της λέξης.
για το 1ο θα επιμείνω (σε αυτήν τη βάση) ότι η καβάτζα για τα ναρκωτικά έχει πρωτογενώς την έννοια του κρύβω, άρα δευτερογενώς θα τα χρησιμοποιήσω αργότερα, ομοίως κ κλοπιμαία. έτσι εξηγείται κ η ατάκα απ' τον τσίου που έδωσα.
για τα υπόλοιπα τα είπαμε στην εισαγωγή :Ρ
jesus
να σημειωθεί η διάκριση του καβατζώνω κ του καβατζάρω στην άλλη χρήση της λέξης.
καβατζάρω σημαίνει επίσης φτάνω κ ξεπερνάω ένα συγκεκριμένο χωρικό ή χρονικό ορόσημο. πχ «αυτός έχει καβατζάρει τα τριάντα» ή «αν καβατζάρουμε τη λαμία, η αθήνα δίπλα είναι». στο 1ο παράδειγμα ο τύπος είναι τριανταλίγα, στο δεύτερο κάποιος έρχεται από μακρυά κ τονίζει την εγγύτητα της λαμίας προς την αθήνα ως προς τη συνολική διανυθείσα κ την εναπομένουσα απόσταση.
μ' αυτήν την έννοια, το καβατζάρω δεν χρησιμοποιείται, ή αν χρησιμοποιείται γίνεται εκ παραδρομής.
dryhammer
Πιστεύω οτι η λέξη καβατζάρω και από αυτήν και η καβά(ν)τζα - και όχι ανάποδα προέρχεται απο ναυτική ορολογία. Κάβος είναι το ακρωτήρι (Σούνιο= καβο-κολώνες, καβο-Μλιάς κλπ), το οποίο καβα(ν)τζάρουμε (=παρακάμπτουμε, προσπερνάμε) όπως περίπου το θέτει ο άνωθεν θεάνθρωπος. Το πίσω από τον κάβο «κρυμμένο» σημείο που το περνάμε συνήθως απαρατήρητο γιατί μέχρι εκεί δεν φαίνεται και μετά πρέπει να κοιτάξεις προς τα πίσω για να το δείς είναι «καβατζωμένο», είναι δηλαδή «καβάτζα».
Οπότε προκύπτουν όλες οι έννοιες της καβά(ν)τζας (κρύπτη, αποθήκη, απόθεμα, παράκαμψη, κρησφύγετο κλπ) και του καβατζώματος -- καβατζώνω = βάζω στην καβά(ν)τζα.
Khan