Λέγεται κι έτσι ο εφαψίας.

Δηλαδή το άτομο που αναζητά μανιωδώς συνωστισμό και στριμωξίδι προκειμένου να ικανοποιήσει το ακατανίκητο και νοσηρό του πάθος της, δήθεν φευγαλέας, πλην όμως έντονης, παρατεταμένης , ενοχλητικής, συνεχούς σωματικής επαφής «πάνω απ τα ρούχα», με άτομα (κατά κανόνα) του άλλου φύλου, ερχόμενος σε υπέρτατη ηδονή σε συνδυασμό και με την παρατήρηση των αντιδράσεων του ατόμου-θύματος.

Λέγεται και κολλητήρι και εφαψάκιας.

- Έπρεπε να σουνα και να 'βλεπες. Έπιασαν έναν κολλητηρτζή στο λεωφορείο κι έφαγε το ξύλο της χρονιάς του, ήρθε και η αστυνομία, αλλά τους ήταν ήδη γνωστός. Μεγάλο σακατιλίκι σου λέω.

(από electron, 12/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified