Ο τοίχος του μπιλιάρδου σε μορφή υποκοριστικού. Προκύπτει από το «μπρικόλα» που σημαίνει το ίδιο.

Μάλλον παράγεται από το αγγλικό μπρικ (τούβλο), εξ ου και ο τοίχος. Η κατάληξη ιταλίζει όμως και ίσως να οφείλεται στο ότι το έχω ακούσει να λέγεται έτσι από επτανήσιους.

Χρησιμοποιείται μεταφορικά στη φράση «μου 'φυγε το μπρικολέτο» και έχει την έννοια ξαφνιάστηκα, εξεπλάγην, μου 'φυγε το τσερβέλο, το καφάσι, κλπ.

Η λέξη και η έκφραση κυκλοφόρησε για λίγο στα τέλη του '80 και μετά εξαφανίστηκε, τουλάχιστον εγώ δεν την ξανάκουσα. Όποιος γνωρίζει κάτι παραπάνω, ελεύθερα να συμπληρώσει και να τροποποιήσει τον ορισμό.

  1. Έλα, δεν είναι δύσκολη στεκιά, παίξε την πράσινη με μπρικόλα στη μέση και θα μπει.

  2. Τι λε ρε φίλε, δεν το πιστεύω, μού 'φυγε το μπρικολέτο!

Βλέπε και γαλλικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
poniroskylo

Ωραίες λέξεις και σωστά καταγράφονται.

Σε ό,τι αφορά την προέλευση, νομίζω ότι είναι μάλλον απλούστερη - από το γαλλικό bricoler που, λένε τα λεξικά, στα τέλη του 15ου αιώνα σήμαινε ήδη «πάω από δω κι απο κει» και που ήδη από τον 17ο αιώνα αναφέρεται στον τοίχο σε κάποιο πρόδρομο του τένις που παιζόταν σε κλειστό χώρο, δλδ, «παίζω με σπόντα στον τοίχο». Μεταγενέστερα, bricoler σημαίνει και ελίσσσομαι, μανουβράρω. Bricolage σήμερα σημαίνει την ενασχόληση με τις ιδιοκατασκευές, το φτιάχτο-μόνος-σου.

Το αγγλικό brick = τούβλο προέρχεται μάλλον από άλλη ρίζα (briche) που σημαίνει μικρό κομμάτι.

#2
HODJAS

Τα παλιά τα χρόνια, στην Βόρεια Αγγλία, πριν πλακώσουν οι Ρωμαίοι, ο κοσμάκης λάτρεβε την κέλτικια θεούσα Brigantja (< κέλτικο < bhereg'h- = η υψηλή, ευγενής).
Οι άλλοι Βρετανοί της εποχής (βασικά οι νότιοι-κοντινότεροι στην Ευρώπη), τους αποκαλούσανε λέει, Brigantes (Βρίγαντες), είτε λόγω λατρείας της θεάς (εξ ου και το όνομα Brigit / Bríd < Brigantja), είτε λόγω υψομετρικής διαφοράς (αυτοί που κάθονται εκεί ψηλά πάνω απ’ τα Πέννινα τα όρη τ’ άγρια βουνά, τα βάθη της θαλάσσης και τα λαγκάδια). Εξάλλου, οι λούγκρες ακόμα φωνάζουν τον λέλεκα επαρχιώτη τοιούτο, «υψομετρού».

Αγριάνθρωποι, όταν κόπιασαν οι Ρωμαίοι, τους είπανε κι αυτοί Brigantes, αν και αποκαλούσαν διάφορες ζόρικες περιοχές Brigantium όπου κατέβαιναν τα κουνάβια απ’ τα κατσάβραχα και τους ρήμαζαν, όπως π.χ. την περιοχή Bragança στην σημερινή Πορτογαλία και Briançon, Bregenz στις Άλπεις κ.ο.κ.

Μάλιστα, στην λοφώδη περιοχή Seine-et-Marne του Île-de-France, κάτι ξαδέρφια τους (απ’ το σόι της μάνας τους – μετά τσακωθήκανε για κάτι κληρονομικά), γιόρταζαν μια παγανιστική τελετή της Τυροφάγου (Ουαλικά/Κορνουαλικά/Βρετονικά bre = ύψωμα βλ. παραγωγή-κατανάλωση ψωμοτύρι μπρι και ζυμωτού μπριός ως εκκλησιαστικό ύψωμα, που πέφτει απο τον ουρανό ως μάννα εξ ου και η παροιμία μπριός πεσούσης πας ανήρ τυρεύεται).

Έτσι, στα Μεσαιωνικά λατινικά, τα λήμματα brigancii, brigantii, brigantini, brigantes, που απέδωσαν στην παλιο-ιταλική τον όρο brigante = ληστής που μετέρχεται την μέθοδο του Καρλίτο, εκ του οποίου προήλθαν οι λέξεις brigand και brigade (< ομόρριζο κέλτικο **brigā* = μάχη).

Παράλληλα, αυτά τα κοπρόσκυλα οι Βίκινγκς, που δεν άφησαν τίποτα όρθιο στις ακτές της ΒΔ Ευρώπης (αλλά και στα ζεστότερα κλίματα της Σικελίας-Κάτω Ιταλίας), έλεγαν bryggja την ξύλινη σχεδία (ή γέφυρα > bridge ή το λιμάνι) κι έτσι ονομάστηκε Brigg μια κατακαημένη πόλη του Linkolnshire της Ανατολικής Αγγλίας και Bruges μια μπασκετούπολη στο Βέλγιο (<Bryggja πρβλ. και πόλη Bryggen στη Νορβηγία).

Θες εξ υποκειμένου (Brigante = κατσαπλιάς), θες εξ αντικειμένου (bryggja = πλεούμενο), θες και τα δυο μαζί, ο κοινός παρονομαστής ήταν το ξύλο, ήτοι προέκυψε η εξίσωση: Στειλιάρι + θάλασσα = κολυμπηθρόξυλο.
Οπότε, όταν μαίνονταν η πειρατεία στη Μεσόγειο, τα ευκίνητα τρικάταρτα (με τα τετράγωνα πανιά – ληστρικά κυρίως) πλοία, οι πολύπαθοι Ιταλιώτες τα είπαν Brigantini, τα οποία οι πρακτικοί Εγκλέζοι συνέτμησαν σε brig.

Παρακάτω, επί τουρκοκρατίας, οι Ρωμιοί μπουρλοτιέρηδες, επιδιόρθωναν τα ξύλινα μέρη απ’ το μπρίκι τους στους ταρσανάδες, ματίζοντας μικρά κομμάτια ξύλου, όπου έλειπαν και καλαφατίζοντάς τα, ώστε να δέσουν πάνω στο σκαρί, σφραγίζοντας τις ρωγμές.
Το καλαφάτι (στουπί + λιωμένη πίσσα-κατράμι), το ζέσταιναν σ’ ένα μεγάλο καζάνι (τουρκ. kazan) ή σε μπρίκι (< τουρκ. ibrik, αναλόγως της ποσότητας που είχαν χρεία) πάνω σε μια πυροστιά που έκαιγε αδιάκοπα (σήμερα τα μπαλώματα στα μικρά σκάφη, γίνονται με λιωμένο πολυουρεθάνιο).

Οι ειδικευμένοι νάφτες ([...] στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τα navy [...]), που δουλεύουν στα υποφράγματα του πλοίου (μηχανικοί, ηλεκτροτεχνίτες, ξυλουργοί, χαλκουργοί κλπ) και δεν βλέπουν ποτέ το φώς του ήλιου, εξακολουθούν να λέγονται και σήμερα στο ναυτικό «κατραμόκωλοι» κατ’ αντιδιαστολή προς τις ειδικότητες της κουβέρτας («καταστρωματέοι»).

Κοίτα όμως ο διάολος: Οι μάστορες, ανήκαν σε συγκεκριμένη συντεχνία (καλαφάτες-καλαφατζήδες), οπότε οποιαδήποτε λαθροχειρία απο ερασιτέχνη (π.χ. τζαμπατζή πλοιοκτήτη που επεδίδετο σε D.I.Y. αλά-ρομέηκα = ελαμωρετωρασιγατοπραμα), που επιδιόρθωνε τσάτρα-πάτρα τις ζημιές του σκάφους, αντιμετωπίζονταν με το λογοπαικτικό σκώμμα, που επιβιώνει στις μέρες μας μπρίκια κολλάς;

Ούτω πως, ο ατζαμής και τσαπατσούλης ναυτο-τεχνίτης λέγονταν ειρωνικά μπρικολατζής<Bricol(l)age. Σημειωτέον, ειδικότερος όρος υπήρχε για τους αυτόκλητους επιδιορθωτές ιρλανδικών μουσικών οργάνων (κυρίως της άρπας<Harp-collage), ελλείψει εξειδικευμένου προσωπικού.

Πρόκειται λοιπόν για σύνθετο (εκ του αγγλ. brig + γαλ. collage > μπρίκολα [η] > το μπρίκολο [το] > υποκορ. μπρικολέτο), δηλ. αυτός που επιδιορθώνει με παρδαλό τρόπο τα σκάφη απο σπόντα (χωρίς να είναι αυτή η δουλειά του) και κατ’ επέκταση ο άπειρος παίχτης του μπιλιάρδου, που κάνει ακούσιες σπόντες στα κουτουρού, αντίς να χτυπήσει απ’ ευθείας την μπάλα.

Τώρα, πότε έγιναν όλ’ αυτά, μήτ’ εγώ ήμουν εκεί, μήτε σείς να το πιστέψετε...

;-)

#3
poniroskylo

Άπαιχτος! Μέχρι την άρπα σε είχα πιστέψει...

#4
HODJAS

:-)

#5
Khan

Η τελευταία φορά που πίστεψα τον Χότζα ήταν ότι ο λομπίσκος βγαίνει από τα μπισκότα Ελ Μπίσκο. (Το φοσμπαίην αμφισβητείται).

#6
HODJAS

Νήστευε φακή με ρέγγα (μέρες που είναι)
:-Ρ

Άντε και καλό τριήμεροοοοοοοο!

#7
jesus

η θεωρία σου, χότζα, χάνει μία πτυχή της εξέλιξης της έννοιας, που νομίζω είναι αυτή που καθορίζει την ετυμολογία.

έχει να κάνει με το όνομα του γνωστού λιμανιού Brindisi < Brie 'n' dizzy, από την ντάγκλα που προκαλεί η κατανάλωση ενός τόσο λιπαρού τυριού, μαζί με τις ανάλογες ποσότητες μπρούσκου, καταμεσήμερο και ασετιλίνη.

η λέξη μπρικόλα < Brie colla προήλθε από ένα ταυτοχρόνως παρατηρούμενο γεγονός, το λιώσιμο του τυριού λόγω του καύσονος, με αποτέλεσμα να λαμβάνει μια κολλώδη υφή που εντείνει το φαινόμενο μπρίντιζι. κατά συνέπεια, χάνεις τη σειρά σου στο μπιλιάρδο κ εκεί που οι μπάλες του αλλουνού ήταν αλλού παπ-ass αλλού τα ρ-ass ατού, ξαφνικά βρίσκεται να κάνει σαλίγκαρους.
- πώς το κατάφερες ρε θείο;
- ε, έκανα μια σπόντα από δω ίσαμ' απέναντι κ τά 'σαξα.

(ταπεινή προσπάθεια μίμησης μεγαλείου.)