Έκφραση αποδοκιμασίας στο πρόσωπο κάποιου.
Αυτός που καταδικάζουμε σε δημόσια διαπόμπευση, μπορεί να είναι κατά περίπτωση:

- Έναν μαλάκα δες, ρε! Την έβγαλε έξω και κατουράει στο γκαζόν.

- Ένα μπούστη δες, ρε! Πήγε και πάρκαρε πάνω στη ράμπα!

Έναν γάιδαρο δες, ρε. (από Galadriel, 15/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
jesus

βεβαίως!!!
κ «(για) κοίτα έναν ... ρε»

#2
Galadriel

Και μετά του κολλήσανε ένα απαυτά τα αυτοκολλητάκια τα φωσφοριζέ με το γαϊδούρι «είμαι γάιδαρος παρκάρω όπου γουστάρω». Παράδειγμα 2.

#3
vikar

Σωστός.

Με περιορισμούς, το δές μπορεί να αντικατασταθεί και απο τα κόψε, φάε, πιάσε.

#4
allivegp

λεζάντα video