1. Η αναποδιά, όπως φαίνεται στην έκφραση τρώω ψωλιά.

  2. Μια μαλακοκουβέντα ή μαλακοκατάσταση, κ. παπαριά, αρχιδιά, μπαρούφα κττ., εξ ου κι ο ψωλέμπορας που τις πουλάει, ή κάτι το οποίο θεωρούμε σκέτη σαχλαμάρα.

  3. Δε ρήαλ θινγκ, η κίνηση του πέοντα τη στιγμή που τα φλόκια πετάγονται α λα Πήτερ Νορθ.

  4. Κυριολεκτικά πάλι, το γαμήσι.

  1. Αλλά πάντα έτσι δεν γίνεται; Χρηματιστήριο; Ψωλιά το 1992, ψωλιά το 2.000. Δάνεια; Ψωλιά το 95, ψωλιά το 2010.
    Δεν μαθαίνει ρε ο Ελληνας, δεν μαθαίνει.

  2. ...είχε και καλό χαρακτήρα, γλυκό πρόσωπο και άκουγε και Madrugada και όλες τις ψωλιές αυτές.

  3. … και με γέμισε με τα χύσια του με μια δυνατή ψωλιά….

  4. Κάθισα αποκαμωμένη στον καναπέ ευτυχισμένη όμως από τις δυνατές ψωλιές που έφαγα…

-όλα διχτυωτά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

ερώτηση για τζονμπλακ:

αυτός που γράφει σε ένα φόρουμ: «Οσο για το tsi το τι ψωλιες εχω ριξει με το 1.6 δεν λεγεται..Ξερεις κανω 30000 χμ το χρονο..», εννοεί κάτι συγκεκριμένο με τη λέξη ψωλιά, δηλ. κάτι τ. γαμιστερά γκάζια;

δες εδώ.

#2
jesus

νομίζω ότι έχει γαμήσει κόσμο σε κόντρες θέλει να πει, οπότε δεν είναι ξεχωριστή κατηγορία στον ορισμό.

#3
jesus

επίσης, για το 3, αν κ δεν τό 'χω ακούσει, μου φαίνεται ότι η κατάληξη «-ιά» νοείται μάλλον προσδιορίζουσα την δόση, πχ φουρνιά, καραβιά, φάκα, φυσαλίδα κ όχι κίνηση

#4
jesus

(καλά, κ γαμώ τις προτάσεις έφτυσα μετά από 2 τρομπόνια βότκα μαζί με το φαγητό)

#5
elias_petropoulos

Ψωλιά και συγχώριο έλεγε ένας φίλος μου
Και εννοούσε ότι η συγκεκριμένη γυναίκα ήταν όμορφη και άξιζε τον κόπο που χρειαζόταν κάθε σπρώξιμο της παλινδρομικής κίνησης