Γαϊδούρι (κυριολεκτικά και μεταφορικά).
Από το τουρκικό gumar, από το αραβικό άχμαρ, συναφές προς το εβραϊκό χαμόρ (το 'χ' στις λέξεις 'αχμαρ' και 'χαμόρ' προφέρεται από το βάθος του λάρυγγα, όπως το ισπανικό j, jota, στην Ισπανία).
Συναφές με το 'χάμουρα' = ηνία, χαλινάρια.
Φορτώνομαι κάθε μέρα σα γομάρι και κανένας δε μου δίνει σημασία.
Τρέχω ολημερίς σα γομάρι στο μαγκάνι (εννοεί το κυκλικό μαγκάνι με τις φτερωτές που ανέβαζαν το νερό συνεχώς, όχι το ατρακτοειδές μαγκάνι που ανεβάζει το νερό με τον κουβά).
Υβριστικά, επικριτικά:
Δεν το περίμενα από σένα, να φανείς τόσο γομάρι (γαϊδούρι)! Είσαι πολύ γομάρι (γαϊδούρι) τελικά.
2 comments
vikar
Αυτό για την προέλευση ωραίο, γιατι έχω ακούσει πολλές φορές το γομάρι να προφέρεται χομάρι.
Βέβαια, δέν νομίζω νά 'χει να κάνει με τη συγκεκριμένη ετυμολογία, αφού συχνά το γάμμα αποηχηροποιείται σε χί, και σε περιπτώσεις βρισιδιού μάλιστα και εσκεμμένα καμιά φορά: «Βρε άι χχαμήσου», «χχάιδαρε»... Δίνει ένα φλέιβορ σιχχχαμάρας κατα την εκστόμιση, χάρη ίσως στη συγγένεια του φθόγγου με τη γνωστή μας κι' αγαπητή αποχλέπιση.
dryhammer
Και παντρεμένος γάιδαρος, κι ανύπαντρος γομάρι (παροιμία)