Γαϊδούρι (κυριολεκτικά και μεταφορικά).

Από το τουρκικό gumar, από το αραβικό άχμαρ, συναφές προς το εβραϊκό χαμόρ (το 'χ' στις λέξεις 'αχμαρ' και 'χαμόρ' προφέρεται από το βάθος του λάρυγγα, όπως το ισπανικό j, jota, στην Ισπανία).

Συναφές με το 'χάμουρα' = ηνία, χαλινάρια.

  1. Φορτώνομαι κάθε μέρα σα γομάρι και κανένας δε μου δίνει σημασία.

  2. Τρέχω ολημερίς σα γομάρι στο μαγκάνι (εννοεί το κυκλικό μαγκάνι με τις φτερωτές που ανέβαζαν το νερό συνεχώς, όχι το ατρακτοειδές μαγκάνι που ανεβάζει το νερό με τον κουβά).

  3. Υβριστικά, επικριτικά:
    Δεν το περίμενα από σένα, να φανείς τόσο γομάρι (γαϊδούρι)! Είσαι πολύ γομάρι (γαϊδούρι) τελικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φορτίο που κουβαλάει ο γάιδαρος. Επίσης ο ίδιος ο γάιδαρος.

Είναι όμως και ο ιδιαίτερα εύσωμος άντρας (ή και γυναίκα), ο ντουλάπας, ο μπουλντόζας, ο Κ.Δ.Ο.Α., η νταρντάνα.

Επίσης ο αναίσθητος, το παχύδερμο, ο που δεν καταλαβαίνει Τζίζα.

- Μεγάλωσε ο γιος σου!
- Τι μεγάλωσε, γομάρι έγινε...
(και πέφτει καρπαζιά στο γομάρι, ωραίος πατέρας)

(από Khan, 24/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified