Ο άνευρος, αυτός που δεν έχει μία, που ‘χει μείνει πανί με πανί / στον άσο / δίχως σάλιο / ταπί και ψύχραιμος.
Στα όρια της αξιοπρέπειας, αφού δεν φταίει τελείως αυτός αν γαμήθηκε ο Δίας όταν ο Ερμής ήταν ανάδρομος κι ο μήνας τελειώνει του χρόνου, έχει κηρύξει πρόσκαιρη κι επιλεκτική (εκεί που τον παίρνει) στάση πληρωμών λόγω περιστασιακών -θα ‘θελε- κολλημάτων ρευστότητας. Αποφεύγει να κυκλοφορεί και καταναλώνει μπίο παξιμάδια αποφασισμένος, ξανά, πως με την πρώτη ευκαιρία θα κάνει μπαγιόκο για να μη ξαναζητά από συγγενείς και κολλητούς.
Να μην συγχέεται με το «τσεντέ»: γερμανιστί (ή λαζογερμανιστί) το γνωστό σιντί (cd: compact disc) που παίζει και σε αρσενικό.
1.
(…) σε εποχή που τα οικονομικά καίνε τη χώρα, στον Άρη χτενίζονται και υπόσχονται συντάξεις σε προπονητές που μάλιστα έρχονται μέσω Γεωργίας και εδώ οι τσεντέδες τον πληρώνουν από τα έσοδα της ΠAE με το απατηλό όνειρο ότι ο Άρης θα βγει πρωταθλητής.
2.
-Παίζει για Κίνα τελικά;
-Μπααα!! Χλωμό.
-Πού γαμήθηκε το σύστημα;
-Λίγο η κρίση που μου γάμησε τα εξτραδάκια, λίγο η μετακόμιση, μείναμε τσεντέδες.
-Μόνοι μας θα τρώμε πάπια ρε;
-Ρε μαλάκα! Τι να πούμε κι εμείς που θα τη βγάλουμε με γλάρο;
3.
Δε νοσταλγώ καθόλου τα σκρατς της βελόνας, θεωρώ ότι οι καλοί τσεντέδες έχουν τόσα στοιχεία και είναι τόσο όμορφα, όσα και τα βινύλια (το ότι λόγω της πρεσβυωπίας πια δεν τα βλέπω, είναι δικό μου πρόβλημα και όχι του τσεντέ), ωστόσο αντιλαμβάνομαι ότι η παραγωγή τους αφ’ ενός εντάσσεται σε ένα πλαίσιο μεγιστοποίησης του κέρδους αφ’ ετέρου, η ευκολία παραγωγής οδήγησε στην παραγωγή πολύ περισσότερων σκουπιδιών (αφού δεν κοστίζει τίποτα να τα πασάρουν στην αγορά).
(διεκπεραιωτικά)
(Εκτός του 2, όλα απ’ το δίχτυ).
0 comments