1. Αφήνω απλήρωτη επιταγή κατά τη λήξη της.
  2. Εμφανίζω επιταγή για πληρωμή πριν από τη λήξη της.
  1. - Εντάξει με την επιταγή του Πιστολιάδη; Τα πήρες τα λεφτά; - Όχι, την κάρφωσε ο καργιόλης.

  2. Αυτό ακριβώς φαίνεται ότι έκανε η ιδιωτική τράπεζα: λίγα 24ωρα μετά την ανακοίνωση ότι το ΑΛΤΕΡ προσφεύγει στη Δικαιοσύνη για να προστατευθεί από τους πιστωτές του, η τράπεζα ζήτησε την (πρόωρη, 20 ημέρες νωρίτερα!) εξόφληση επιταγής του καναλιού που ήταν κατατεθειμένη σε αλληλόχρεο λογαριασμό επιχείρησης-πελάτη της. Κατά την επικρατέστερη εκδοχή που δίνεται από τραπεζικά στελέχη, η εισπρακτική εταιρεία που «κυνηγούσε» για λογαριασμό της τράπεζας καθυστερούμενες οφειλές διαφημιστικής εταιρείας, βρήκε στο λογαριασμό της επιταγή του ιδιωτικού καναλιού και έσπευσε να την «καρφώσει», υπό το φόβο ότι στη λήξη της θα έμενε ακάλυπτη. εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified