(με κάποιον) Τα τσουγκρίζω, τσακώνομαι, χωρίζω τα τσανάκια μου. Χαλάω, διαλύω τη σχέση, τη συνεργασία.
Τα σπάσανε Λάτσης και Κωστόπουλος. Χαλάει το ντιλ (λέμε τώρα…)
(με κάποιον) Τα τσουγκρίζω, τσακώνομαι, χωρίζω τα τσανάκια μου. Χαλάω, διαλύω τη σχέση, τη συνεργασία.
Τα σπάσανε Λάτσης και Κωστόπουλος. Χαλάει το ντιλ (λέμε τώρα…)
Got a better definition? Add it!
0 comments