Είμαι καταπληκτικός, άπαιχτος, ανεπανάληπτος, σπέρνω!

Το καινούργιο των Parkinsons τα σπάει, ειδικά η διασκευή Bανδή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(με κάποιον) Τα τσουγκρίζω, τσακώνομαι, χωρίζω τα τσανάκια μου. Χαλάω, διαλύω τη σχέση, τη συνεργασία.

Τα σπάσανε Λάτσης και Κωστόπουλος. Χαλάει το ντιλ (λέμε τώρα…)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε οτιδήποτε ως μια υπερθετικού βαθμού γαμάτη κατάσταση σχολιάζοντας από έναν καλό τραγουδιστή μέχρι ένα αυτοκίνητο.

  1. Ρε μαλάκα τι φωνή (τραγουδιστή), τα σπάει μιλάμε!

  2. - Τι λέει το εργαλείο (αμάξι); - Απλά τα σπάει!

  3. Τι γκομενάρα! Τα σπάει η τύπισσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σπάει: δηλαδή είναι γαμάτο, καταπληκτικό!!

Ρε φίλε, είδες το καινούριο duke του Αντώνη;
— Ναι ρε, τα σπάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περνάω πολύ καλά, διασκεδάζω υπερβολικά. Από το σπάσιμο των πιάτων στα μπουζούκια που για κάποιους αποτελεί σημάδι διασκέδασης.

Τόσο καιρό έβγαινα με την Μαρία και ξενέρωνα. Χτες βγήκα με τους φίλους και τα σπάσαμε! Ποτά, σφηνάκια, χορός, γκόμενες άλλες γνωρίσαμε, χαμός σου λέω! Στις 6 το πρωί γύρισα! Άλλο βέβαια που η Μαρία με περίμενε ξύπνια και τα άκουσα πρωινιάτικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified