Κυριολεκτικά, το λατομείο. Κατ' επέκταση, προσβλητική αναφορά στο ποιόν κάποιου.
Εκ του τουρκικού damar (φλέβα πετρώματος).
- Αει πάαινε ρε χαζουντάμαρου! (ιδ. Θεσσαλίας)
Κυριολεκτικά, το λατομείο. Κατ' επέκταση, προσβλητική αναφορά στο ποιόν κάποιου.
Εκ του τουρκικού damar (φλέβα πετρώματος).
- Αει πάαινε ρε χαζουντάμαρου! (ιδ. Θεσσαλίας)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
2 comments
stratos98
Στη γλώσσα των νέων πρέπει να έχει και την εξής έννοια ,η λέξη νταμάρι, ,και το έχω ακούσει αρκετές φορές σε συζητήσεις . σημαίνει τον μποντιμπιλτερά ,τον δυνατό, αυτόν που δεν παίρνει χαμπάρι πουθενά,δεν κωλώνει σε τίποτα , λόγω μυικής δύναμης και όγκου(σωματότυπου).
gaidouragathos
Και κατ επεκταση οτιδήποτε το άρρεν...ηθελα ν ανεβάσω το προστυχοντάμαρο γιατί βρήκα έναν...