πρηζαρχίδης redirects to πρηξαρχίδης (for which another 2 definitions have been submitted).

Αυτός που σου «πρήζει τ' αρχίδια». Ο απόλυτα εκνευριστικός και επίμονος άνθρωπος, που επιμένει μέχρι να σε πείσει γι' αυτό που θέλει.

Συνώνυμο: Ο σπασαρχίδης, σπαζαρχίδης, σπασαρχίδας

Τι πρηζαρχίδης είν' αυτός ρε φίλε! Προχτές με είχε δυο ώρες στο τηλέφωνο και μ' έπρηζε να του δώσω τα κλειδιά απ' το σπίτι για να φέρει τη γκόμενα το Σαββατοκύριακο!

(από guybrush, 05/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Galadriel

Η διαφορά από το πρηξαρχίδης είναι αόριστος με ενεστώτα;

#2
Khan

Αν ισχύει αυτό, τότε ο πρηζαρχίδης έχει εξακολουθητικό ποιόν ενεργείας.