Συμπεριφέρομαι σαν γκέι, αδερφοφέρνω, τοιουτίζω.

Λέγεται για περιπτώσεις που δεν έχουν βγει από την ντουλάπα και απλώς είναι ύποπτοι για γκεϊλίκι, λόγω χαρακτηριστικών κινήσεων και ιδιωμάτων. Θεωρητικά είναι δυνατόν κάποιος να πουστοφέρνει χωρίς να είναι πούστης, ιδίως αν το κάνει μέσα στο πλαίσιο τακτικής (βλ. παράδειγμα 2).

  1. - Ευγενικό παιδί ο Πάνος, αλλά ρε γαμώτο, πουστοφέρνει λιγάκι...

  2. οταν καμακωνω προσπαθω να πουστοφερνω λιγακι κανω πιο γλυκεια τη φωνη μου αυτο αρεσει στις γυναικες πολυ!!! (Αποστάγματα σοφίας του πορνομετανάστη εδώ).

  3. Για μένα άλλο το πουστοφέρνω άλλο το είμαι (Και οι πούστηδες έχουν δικαίωμα στον αράπη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
aias.ath

Πουστοφέρνω<πούστης+φέρνω.
Τὸ φέρνω ἐδῶ ἔχει τὴ σλαγκική του ἔννοια, ποὺ σημαίνει ὁμοιάζω μέ. Ἡ σύνταξι εἶναι φέρνω (λιγάκι) σὲ Αἰτ.
Πχ ὁ Τάκης φέρνει (λιγάκι) σὲ ἀδελφή=ἀδελφοφέρνει, σὲ πούστη=πουστοφέρνει κλπ.
Τὸ φέρνω (λιγάκι) σὲ πρέπει νὰ τὸ ἀνεβάσουμε. Ὅποιος μπορεῖ νὰ κάνῃ κάτι καλλίτερο ἀπ' αὐτό, ἂς τὸ ἀνεβάσῃ. Ἀλλέως πέως θὰ τὸ ἀνεβάσω ἐγὼ σὲ 2-3 μέρες.

#2
vikar

Πέως, αίαντα, πέως, γιατι το -φέρνω όντως αργκοφέρνει, ειδικά αν μιλάμε για το ρήμα ως βήτα συνθετικό και όχι αυτόνομο (το αυτόνομο παραεμπιπτόντως με τη σημασία «μοιάζω», τό χουν τα λεξικά, όπως άλλωστε έχουν και πολλά σύνθετά του --δείτε Τριανταφυλλίδη πιχί, πο έχει μέχρι και το πουστοφέρνω καληώρα).

Πάντως, ως συνθετικό τουλάχιστον, δέν σημαίνει μόνο «μοιάζω με», αλλα και «πρόσκειμαι σε, συγγενεύω με, έχω κοινά στοιχεία με», κάπως έτσι: πιχί, «οι λαοσίτες φασιστοφέρνουν», «το τάδε κομμάτι ροκοφέρνει». (Απ' τ' αραχνιασμένα του προχείρου μου βασικά, οπότε κάνε το ψυχικό.)