Οι όρχεις.
Πρόκειται για λέξη που βρίσκει κανείς φού και φού σε παλαιότερα κείμενα (προσώπικαλλυ την συνάντησα διαβάζοντας εξιστορήσεις του 1821, ιδίως Μακρυγιάννη), και επιβιώνει ως τοπικός ιδιωματισμός στην Κύπρο, και σε περιοχές της δυτικής Ελλάδας, όπως Επτάνησα, ή Δυτική Στερεά. Τα παραδείγματα που βρήκα στον γούγλη αναφέρονται σε όρχεις ζώων.
Ο Νίκος Σαραντάκος στο βιβλίο Λέξεις που Χάνονται (Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2011, σ. 147) γράφει ότι «η λέξη είναι μεσαιωνική και κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από το ελληνιστικό επίθετο λιμβός (άπληστος, λαίμαργος), από το οποίο προέρχεται και το λιμπίζομαι», καθώς και ότι στην Κύπρο το γράφουν ως «λυμπά» με ύψιλον.
- Ο Γυμνασιάρχης Καρπενησίου Κώστας Παπακαρνάς απ` τη Φουρνά, ήταν συντηρητικόc; στις πολιτικές του πεποιθήσεις και οπαδός του Καφαντάρη. Κάποτε απέβαλε τον μαθητή του Νίκο Σαλούκο, που μυήθηκε στις Κομμουνιστικές αρχές.
Όταν τέλειωσε η αποβολή του, τον κάλεσε στο γραφείο του και του είπε αυστηρά:
«Ο πατέρας σου, ωρέ ζεβζέκη, σκοτώνεται για να μάθεις πέντε γράμματα, να γίνεις άνθρωπος, όχι να σπουδάζεις κομμουνισμό. Ξέρεις ωρέ, τι θα πει κομμουνισμός; Να σου πω εγώ. Ο κομμουνισμός, ωρέ, είναι σαν τα λιμπά του κριαριού. Κρέμονται, αλλά δεν πέφτουν. Η αλεπού όμως που τα βλέπει να κουνιόνται πέρα-δώθε λέει: «Δεν μπορεί. Εδώ θα πέσουν, εκεί θα πέσουν» και τρέχει όλη την ώρα από πίσω του. Αυτά τα έρμα κουνιόνται, αλλά δεν πέφτουν. Και η αλεπού ψοφάει από την πείνα. Τώρα κατάλαβες τι εστί κομμουνισμός, ωρέ! Να, έτσι βρε θα ψοφήσετε και σεις καρτερώντας να γίνει κομμουνισμός, να πέσουν του κριαριού τα λιμπά. Δεν πέφτουν ωρέ. Πάρτο χαμπάρι!». (Εδώ).
Το τσοκάνισμα γινόταν με τον τσόκανο. Τον άνοιγαν σαν ψαλίδι, έβαζαν ανάμεσα το λουρί (το νεύρο των όρχεων) απ΄ όπου κρέμονταν τα λιμπά του ζώου και έδεναν την άλλη άκρη του. Βαρώντας μ΄ ένα ξυλόσφυρο το λιανό ξύλο του τσόκανου, κοβόταν το νεύρο κι έτσι νεκρώνονταν τα λιμπά. (Εδώ).
«Έγιναν οι εκλογές και σκοτώθηκαν οι άνθρωποι. Και θα σκότωναν κι εμένα και δεν μπόρησαν, και μ' έπιασαν από τα λιμπά κι έκαμα τόσον καιρό οπού με πονούσαν». Ιωάννης Μακρυγιάννης στα Οράματα και Θάματα (παρατίθεται από τον Ν.Σ.).
12 comments
Khan
Υ.Γ. Από τον Χότζα άκουσα και τον όρο ρουφόλιμπα με την σημασία ρουφοκαυλέτα ότι υπάρχει στον Καββαδία. Το παραθέτω περιμένοντας να βρεθεί επιβεβαίωση.
Vrastaman
Πολύ ενδιαφέροντα πράγματα!
joe909
Εξ ου και λίμπιντο.
Khan
Η libido είναι σε τελική ανάλυση συγγενής με τα love, Liebe, τα οποία έρχονται από το παλαιογερμανικό **lubo* από το παλαιοϊνδοευρωπαϊκό **leubh*, που δίνει και τα λατινικά lubet, libet και τα σλαβικά lyuby-lyubyti. Η ινδοευρωπαϊκή αυτή ρίζα δίνει και τα αρχαία ελληνικά λίπτομαι / λέλιμμαι = επιθυμώ σφοδρά (αγαπημένες λέξεις του Αισχύλου) και το λίψ = επιθυμία.
Έψαξα το Λίντελ- Σκοτ για το λιμβός μήπως μπορούσε να στηθεί κάποιος συσχετισμός αλλά το μόνο που δίνει είναι οι λέξεις λιμβός, λίμβος, λιμβίζομαι, λιμβεύω, λιμβεία, τα οποία είναι όψιμα (ελληνιστικά και μεσαιωνικά) συνώνυμα του λίχνος = λειχούδης, λαίμαργος (άλλη ρίζα από το λίψ). Οπότε προς στιγμή δεν έχω καταφέρει τον συσχετισμό. Αλλά αν εγκαταλείψουμε το ξυράφι του Όκαμ για το φροϋδικό μούσι, όλο και κάτι θα βρεθεί.
petros999
Αραγε εχει σχεση το επιθετο μου που ειναι λιμπιτσιουνης, με τη λεξη;Που μπορω να το κοιταξω;
HODJAS
Εκ του λιμβεύω με υπερέκταση του -ι- σε -ο- και δάσυνση του -μβ σε -μπ, έχουμε το ρήμα λομπεύω και παράγωγο την συμπαθή λόμπα του αλσυλλίου μας, που λιγουρεύεται κωλαράκια.
MXΣ
Και η λουμπίνα που το τουρλώνει
Khan
Όχι μόνο το υπερεκτείνει το ιώτα, αλλά και το ηχηροποιεί το βήτα!
Khan
... Και από το αρχαίο λίπτομαι = επιθυμώ σφοδρά, βγαίνει το Λίπτον που μπαίνει μέσα σε τσαγιέρες (Πορτόκαλος intended).
Khan
Πέτρε, δεν έχω απάντηση να σου δώσω, αλλά καλού κακού, δεν θα το πούμε παραέξω.
petros999
Εισαι πολυ καλος khan.
deinosavros
@ Χαν : Οντως υπάρχει στον Καββαδία με αυτή την έννοια, κάπου στη «Βάρδια». Δεν έχω το βιβλίο πρόχειρο, αλλά είναι σίγουρο. Να παραθέσω και άλλη ( παρόμοια αλλά άσχετη με το σεχ χρήση) από παιδικό βιβλίο του Θέμου Ποταμιάνου, σχετικό με τη θάλασσα και το ψάρεμα, όπου Ρουφόλυμπα ονομάζεται μια θαλάσσια καταβόθρα που δημιουργεί δίνη που ρουφάει ο,τι πλησιάσει.