καρκαντζέλι redirects to καρκάντζαλος.

Κυριολεκτικά:

α) ο καλικάντζαρος
β) ο αναρριχητής (εδώ)

Μεταφορικά: ο δίχως στυλ, ο κακομούτσουνος, ο περίεργος στην όψη, ο ατημέλητος άνθρωπος.

Χρησιμοποιείται επίσης και για γραφή που δεν είναι ευανάγνωστη (τα γράμματα λέγονται και καρκαντζούλια), αλλά και για πράξεις που δεν αρμόζουν στις περιστάσεις (καρκαντζαλιές).

  1. Κοίτα τον πως ντύθηκε ο γιαλαμάς, σαν καρκάντζαλος είναι πάλι...

  2. Τι γράμματα είναι αυτά παιδάκι μου; Σα καρκαντζούλια είναι, θα μου βγουν τα μάτια...

  3. Άρχισες πάλι τις καρκαντζαλιές; Για συμμαζέψου, το μαγαζί είναι κυριλέ...

  4. Καρκαντζουλέησιονς, πάλι μετεξεταστέος έμεινες ρε κούτσουρο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
donmhtsos

Τὰ κακογραμμένα, δυσανάγνωστα γράμματα τὰ λέγανε καὶ καλικατζοῦρες.

Χρόνια σαν ταβέρνα σαν καλικατζούρα
κράτος φιλελλήνων του κενού η λατρεία
ποιητική αδεία

στίχοι τοῦ Γιάννη Σπυρόπουλου ἀπὸ τὸ Διδυμότειχο Μπλοὺζ τοῦ Λαυρέντη Μαχαιρίτσα

Edited by MT :
αναμορφοποίηση markdown
#2
vikar

Δες εδώ και εδώ.

#3
patsis

Αναφορά από επισκέπτη: http://i-melivoia.blogspot.gr/2011/12/blog-post_20.html

Ευχαριστούμε, εδώ μπορείς να γραφτείς και να συνεχίσεις να συμμετέχεις.