Έτσι χαρακτηρίζεται κάποιος εξουθενωμένος, καταπονημένος, κουρασμένος, εξαντλημένος, ταλαιπωρημένος, αποκαμωμένος.

Από το τούρκικο darmadağın που σημαίνει σωριασμένος. Σύνηθες στη Θεσσαλονίκη (και όχι μόνο).

Θέλω να ξεκουραστώ, είμαι νταρμαντάνι, πήγα το πρωί σε δημόσια υπηρεσία και με είχαν στο πέρα-δώθε όλη μέρα.

έγινα νταρμαντάνι (από iwn, 19/11/12)-Τα χεις κάνει νταρμαντάνι. (από iwn, 19/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
sstteffannoss

Η έκφραση «Τα ‘κανε [όλα] νταρμαντάνι» σημαίνει «τα ρήμαξε», «τα κατέστρεψε», «τα ισοπέδωσε».
Για πρόσωπα, πολύ σπανιότερα, σαν «έχω γίνει νταρμαντάνι».
Νοηματικά, η έμφαση δίνεται στην αντίθεση πριν και μετά μιας πράξης ή ενός γεγονότος που έγινε η αιτία να αλλάξουν ριζικά τα πράγματα.
Π.χ.: «Ήρθε ο μαλάκας ντεμέκ να μας σώσει και τα ‘κανε όλα νταρμαντάνι!!».

Να ‘σαι καλά iwn!! Μου θύμισες τη μακαρίτισσα τη γιαγιά μου που το ‘λεγε συχνά.

#2
iwn

@ sstefannoss, έχεις δίκιο κι ευχαριστώ, παράλειψη μου, χρησιμοποιείται και με την έννοια της καταστροφής, του ρημαδιού. Το λεγε και με την έννοια που προσέθεσες κι εμένα η μάνα μου (Θεοσχωρέστηνε).