Ρήμα ομόρριζο με το κάργα, από το ενετικό ρήμα cargar = φορτώνω (δες).

Έχει μια σειρά από σλανγκικές και μη σημασίες, όπως:

  1. Η πλέον συνηθισμένη σημασία του είναι φορτώνω, γεμίζω, παραγεμίζω, φουλάρω, τιγκάρω. Με αυτήν την σημασία το βρίσκουμε και στο κρητικό και κεφαλονίτικο ιδίωμα.

  2. Η πλέον σλανγκική σημασία του, όμως, είναι γαμάω, πηδάω, συνουσιάζομαι . Στο «Λεξικό του Μάγκα» εδώ βρίσκουμε ότι καργαδόρος είναι ο επιβήτορας, ο γαμιάς. Σύμφωνα με παρατήρηση του ΜΧΣ, η σημασία αυτή μάλλον προέρχεται από την χρήση του ρήματος για το γέμισμα του όπλου και την επίθεση (όπως βλέπουμε επίσης λ.χ. στα ισπανικά και αγγλικά, καθώς και στο αγγλικάνικο charge). Εξάλλου, καργαδούρος είναι το εργαλείο με το οποίο γεμίζουν τα εμπροσθογεμή με μπαρούτι. Από εκεί το πέρασμα στην σεξουαλική σημασία είναι εύκολο (όπως άλλωστε και με την σημασία του φορτώνω και του σφίγγω).

  3. Τεντώνω, παρατεντώνω, τσιτώνω, τεζάρω. Με αυτήν την σημασία το βρίσκουμε και στο κρητικό και κερκυραϊκό ιδίωμα.

  4. Σφίγγω, παρασφίγγω. Εδώ λ.χ. το βρίσκουμε με την ειδική σημασία «σφίγγω μια λυόμενη μηχανική σύνδεση».

  5. Γενικότερα, βάζω τα δυνατά μου ή και το παρατραβάω, κάνω κάτι υπερβολικά.

  6. Στο ναυτικό ιδίωμα: οδηγώ το πλοίο στο ναυπηγείο για επισκευή, (δες).

Πάσα: Gatzman, με συμβολή του ΜΧΣ στον ορισμό.

  1. Κάργαρε το αυτοκίνητο με βαλίτσες.

  2. Πω πω μια θεάρα, να την καργάρεις μέχρι ριζάρχιδο είναι! (Για την σεξουαλική σημασία βλ. λήμμα ριζάρχιδο του Σστέφφαννου).

  3. Τρέχει πολύ το γ... και δεν προλαβαίνω να σκεφτώ. Να καργάρω μήπως τη ζώνη στο κάθισμα ή να το αμολήσω και να φυτευτώ μια και καλή με το κεφάλι στο σεληνιακό τοπίο σαν το τσίγκινο σημαιάκι του Νιλ Αρμστρονγκ; (Εδώ).

  4. α) Επειδή το σημείο εκείνο είναι σχετικά λεπτό (5,5 mm), όταν βιδώσω τη Μ12 ντίζα θα το καργάρω απο πίσω με ένα παξιμάδι. (Εδώ).

β) Αφήνωντας ελεγχόμενα μουλινέ ανεβαίνω στην επιφάνεια και καργάρω το σκοινί στην σημαδούρα. (Εδώ).

  1. ναι καρδούλα μου θα καργάρω και τις πατατες μου στο αλάτι!!! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
VAG

Σωστός. Έχω ακούσει και «καργάρω τον κινητήρα» σε συνεργείο.

#2
Galadriel

(Y)

#3
MXΣ

Ίσως τα του επιβήτορος προέρχονται από την χρήση του ρήματος και για την περιγραφή του γεμίσματος όπλου (π.χ. ισπανικά, αγγλικά) όπως και του «επιτίθεμαι» (δες το αγγλικανικό charge)...

#4
MXΣ

θα ήθελα επίσης, ετς για να υπάρχει, να προσθέσω 3 ακόμα λατινογενείς επιρροές στην ελληνική γλώσσα, ιδίως στα ισνάφια, εξών των ιταλjικών / γενοβέζικων / βενετσιάνικων: τα λατινjικά μέσω βυζαντίου και μεσαίωνα (όπου παρεπιπτώντος χρησιμοποιούταν το «καργάρω» ωσάν ρρήμμα, της εβραικής ladino στην Σαλονίκη και τα άλλα τα νησιά και της γαλλjικής ιδίως στο κομμάτι τσι αυτοκίνησης και παλαιότερα στα στρατά.

#5
MXΣ

Στο νετ επίσης βρήκα και τον «καργαδούρο» το εργαλείο με το οποίο γιομίζουν τα εμπροσθογενή με μπαρούτη. Ελπίζω να κάνετε την σύνδεση... όχι όπως ψες που μπερδέψαν κάποιοι το μυστρί με το πηλοφόρι.

Θα μπορούσατε ίσως να σιάξετε τον ορισμό μ'αυτά που σας γράφω ή φυσικάνα με ζωγραφίσετε κανονικά... Εγώ πάντως δεν περιγράφω άλλο...

#6
Khan

Ωραίος ΜΧΣ! Θα προσπαθήσω να επιφέρω μερικές αλλαγές στον ορισμό με την συγκατάθεση των μοντουλομαστόρων.