Άλλη σημασία είναι ότι με πιέζει κάποιος να κάνω μια δουλειά, με την έννοια ότι με αγχώνει κλπ. Λέμε επίσης και «είμαι στην (μ)πρίζα» και εννοούμε ότι είμαι σε επιφυλακή, στην τσίτα.

Πήγα σήμερα στον καθηγητή να του δείξω την εργασία μου και μου έβαλε ένα σωρό διορθώσεις. Με μπρίζωσε, η παρουσίαση είναι σε δύο μέρες!

Βλ. μπριζώνω, πρίζας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified