Έίναι συνώνυμα της φάπας, της σφαλιάρας. Ακούγεται συχνά στην σειρά Πάτερ Ημών του Αντέννα. Συνηθίζεται στην Μακεδονία αντί για την σφαλιάρα, θυμάμαι που το έλεγαν τα ξαδέλφια μου στην Καβάλα.
Κάτσε καλά μην φας καμιά σμέρλα!
Έίναι συνώνυμα της φάπας, της σφαλιάρας. Ακούγεται συχνά στην σειρά Πάτερ Ημών του Αντέννα. Συνηθίζεται στην Μακεδονία αντί για την σφαλιάρα, θυμάμαι που το έλεγαν τα ξαδέλφια μου στην Καβάλα.
Κάτσε καλά μην φας καμιά σμέρλα!
Got a better definition? Add it!
Λέγεται συνήθως όταν παρακολουθούμε ή μας αφηγούνται μια χαζοχαρούμενη «δακρύβρεχτη» ιστορία η οποία μας αφήνει παντελώς αδιάφορους. Δηλώνουμε λοιπόν μ' αυτόν τον τρόπο ότι μη μου τα ζαλίζεις, χέστηκα, δεν μ' ενδιαφέρει η παπαριά που μου λες και σε γράφω στ' αρχίδια μου.
(Η γκόμενα παρακολουθεί μια σειρά στην τηλεόραση)
- Αχ τι συγκινητικό! Θα παντρευτούνε!
(Ο άλλος κοντεύει να κοιμηθεί από την βαρεμάρα)
- Τελέρε! Δάκρυσαν τ' αρχίδια μου από την συγκίνηση! (δε μας χέζεις ρε Νταλάρα)
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για σλανγκική απόδοση της Ιλιάδας του Ομήρου και είναι ένα μικρό μέρος, μια περίληψη από την «Οδύσσεια» που είναι το πλήρες κείμενο. Το λέγαμε στο Γυμνάσιο, δεκαετία του '90, αλλά μπορεί να είναι και παλαιότερο. Αργότερα κυκλοφόρησε και σαν ηλεκτρονικό παιγνίδι, με έναν ποντικό να κάνει τον αφηγητή και να λέει αποσπάσματα από το κείμενο σε κάθε πίστα.
Πάνω στης Τροίας τα βουνά πού 'ταν σαν κωλομέρια,
καθότανε ο Όμηρος με των ψωλή στα χέρια.
Κι όπως μαλακιζότανε και έχυνε το χύσι
του ήρθε η θεία έμπνευση το έπος του ν' αρχίσει.
- Μαλάκα Αγαμέμνονα, μου κλέψαν το Λενάκι,
και τώρα άλλος χαίρεται το τρυφερό μουνάκι!
- Σώπασε 'σύ Μενέλαε, τον πούστη θα τον βρούμε!
Και θα του δείξουμε καλά πως τέτοιους τους γαμούμε...
- Έφυγε η ξεσκισμένη και πήγε με τον Πάρη,
λες κι εμείς δεν είχαμε αρχίδια και παπάρι!
(συνεχίζεται)
Got a better definition? Add it!
Μπορεί να σημαίνει και κάποιο χαρτόσημό ή άλλο έγγραφο που ξεκωλωθήκαμε από υπηρεσία σε υπηρεσία για να το πάρουμε.
Το πήρα επιτέλους το ξεκωλόσημο και τελείωσα με την χαρτούρα. Άιντε τώρα να δούμε πότε θα βγει η σύνταξη.
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο του μπάρμπα-Μπρίλιου όταν οδηγούμε αυτοκίνητο ή άλλο όχημα. Λόγω της εκνευριστικά χαμηλής ταχύτητας σου τα κάνει τσουρέκια, σε γκαστρώνει κλπ. Εξού και το όνομα Γκαστρόπουλος.
Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και σε κάθε άλλη περίπτωση που βιαζόμαστε ή βαριόμαστε και ο άλλος μας πρήζει τον πούτσο.
(Στη κίνηση σε ώρα αιχμής)
- Τι θα γίνει ρε Γκαστρόπουλε! Θα ξεκινήσεις καμιά φορά; Δύο φανάρια χάσαμε με τη μαλακία που σε δέρνει!
(Δύο φίλοι παίζουν σκάκι και ο ένας μελετάει αρκετή ώρα την επόμενη κίνησή του)
- Άντε ρε Γκαστρόπουλε! Αποφάσισε! Έκανα οκτάδυμα!
(Υπάρχει σαν λήμμα το τελευταίο;)
Got a better definition? Add it!
Ψωλίδης ή ψωλόπουλος: είναι αυτός που πετάγεται σαν την πορδή ή σαν τσουτσού εκεί που δεν τον περιμένεις. Λέγεται συνήθως όταν οδηγούμε στον δρόμο με μια κάποια ταχύτητα και ξαφνικά στρίβει από το στενό κάποιος μπάρμπα-Μπρίλιος ή καμιά γκόμενα και μας πάει σαν την κότα με 40.
Μπορεί όμως να το πούμε και για κάποιον που πετάγεται ενώ μιλάμε.
- Φάε ένα μαλάκα ψωλίδη που βγήκε από την γωνία και μ' έκοψε. Πάτα γκάζι ρε αρχίδι με σου γαμήσω το μουνί που σε πέταγε! Τι θα γίνει ρε Ψωλόπουλε! Θα φτάσουμε καμιά φορά;
(Μέσα στην τάξη)
- Ποιος είπε «όχι» το 1940;
- Ο Μεταξάς!
- Γιατί πετάγεσαι ρε Ψωλίδη! Άσε να πάρει καλό βαθμό και κανένας άλλος!
Got a better definition? Add it!
Πολύ πικρός (συνήθως για ροφήματα). Ως γνωστόν τα περισσότερα δηλητήρια έχουν πικρή γεύση. Έτσι η Μητέρα Φύση μας προστατεύει από το να τα φάμε ή να τα πιούμε.
Τι καφές είν' αυτός! Δηλητήριο! Δεν έβαλες ζάχαρη;
Got a better definition? Add it!
Καλά είναι δυνατόν να λείπει αυτό; Κόβω λάσπη σημαίνει ότι φεύγω γρήγορα, την κάνω, σπάω, εξαφανίζομαι. Λέγεται περισσότερο όταν η κατάσταση μυρίζει μπαρούτι και θέλουμε να ξεφύγουμε. Μπορεί όμως και να πούμε απλά ότι φεύγουμε. Σαν εντολή κόψε λάσπη σημαίνει και φύγε γρήγορα (αλλιώς την πούτσισες).
Πιθανή εξήγηση, όπως με το αυτοκίνητο όταν κάνει κανείς απότομα μεταβολή αφήνει σημάδια σε χωματόδρομο, έτσι εννοούμε ότι θα φύγω τόσο γρήγορα που θα κάνω σημάδια στον δρόμο, θα κόψω λάσπη.
(Μαθητές καπνίζουν κρυφά στις τουαλέτες, ενώ έρχεται ξαφνικά ένας καθηγητής προς το μέρος τους)
- Μαλάκες κόψτε λάσπη έρχεται ο Σπασαρχιδόπουλος!
Got a better definition? Add it!
Μην πάει ο νους σας στο πονηρό... Πρόκειται για το γνωστό ξενέ μήνυμα στο τέλος των ηλεκτρονικών παιγνιδιών (Game Over) διαβασμένο από teenager που τα αγγλικά του δεν είναι και τόσο καλά. Game Over > Γκάμε Όβερ > γκαμιόβερ.
Στην κυριολεξία σημαίνει ότι χάσαμε και το παιγνίδι έλαβε τέλος. Βέβαια η λάθος ανάγνωση μπορεί να γίνεται και εσκεμμένα θέλοντας να δηλώσουμε ότι δεν χάσαμε απλά, γαμηθήκαμε, μας πήραν και τα σώβρακα αλλά και εναλλακτικά του γκαμώτη.
Επίσης: έπαθα γκαμιόβερ = έχασα.
(Ένας παίζει το μπούμπλε μπούμπλε και ο φίλος του παρακολουθεί)
- Φτου! Πετάχτηκε ξαφνικά ο μπούρμπουλης και έπαθα γκαμιόβερ
Got a better definition? Add it!
Το λέμε για τον εχθρό που εμφανίζεται ξαφνικά σε ένα ηλεκτρονικό παιγνίδι και δυσκολεύει η κατάσταση ή χάνουμε σχεδόν αμέσως. Συνήθως λέγεται για το γνωστό λευκό φαντασματάκι στο Bubble Bobble που βγαίνει και μετά πρέπει να βιαστούμε αλλιώς την την πουτσίσαμε.
Παίκτης που παίζει Bubble Bobble σε φίλο του:
- Φτου σου! Βγήκε ο μπούρμπουλης και έχασα κανονάκι.
Got a better definition? Add it!