Άλλη σημασία είναι ότι με πιέζει κάποιος να κάνω μια δουλειά, με την έννοια ότι με αγχώνει κλπ. Λέμε επίσης και «είμαι στην (μ)πρίζα» και εννοούμε ότι είμαι σε επιφυλακή, στην τσίτα.

Πήγα σήμερα στον καθηγητή να του δείξω την εργασία μου και μου έβαλε ένα σωρό διορθώσεις. Με μπρίζωσε, η παρουσίαση είναι σε δύο μέρες!

Βλ. μπριζώνω, πρίζας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης σημαίνει ότι με τσάτισαν. Όπως λέμε «φορτώνω» και εννοούμε «τα παίρνω», «βιδώνομαι», έτσι και «μπριζώθηκα», σημαίνει «τσατίστηκα», σπάστηκα.

Τον μαλάκα, που πετάχτηκε από στοπ! Με μπρίζωσε τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση προέρχεται από το ηλεκτρολογικό εξάρτημα πρίζα (μπρίζα), το οποίο όντας συνδεδεμένο σε ηλεκτρικό δίκτυο εναλλασσομένου ρεύματος δύναται να προκαλέσει ροή ηλεκτρικών φορτίων σε οποιαδήποτε ηλεκτρική συσκευή συνδεθεί εκεί. Κατ' αντιστοιχία η φράση «με μπρίζωσαν» υποδηλώνει την επιβαλλόμενη ανάθεση έκτακτου φόρτου εργασίας από κάποιους (π.χ: εργοδότες) σε εμάς (π.χ: υπαλλήλους).
Η φράση μπορεί να λεχθεί και ως: Με έβαλαν στην μπρίζα, μπριζώθηκα.

Γιώργος:
- Μαρία, δυστυχώς δεν μπορούμε να πραγματοποιήσουμε την εκδρομή που λέγαμε να κάνουμε αυτό το Σαββατοκύριακο, στο Ναύπλιο
Μαρία:
- Και γιατί παρακαλώ;
Γιώργος:
- Μας μπρίζωσαν την τελευταία στιγμή. Έσκασε μια βιαστική παραγγελία που πρέπει να παραδοθεί επειγόντως τη Δευτέρα πρωί-πρωί. Οπότε δεν μπορούμε να πάμε στο Ναύπλιο, αυτό το Σαββατοκύριακο.

(από GATZMAN, 04/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified