Ψωλίδης ή ψωλόπουλος: είναι αυτός που πετάγεται σαν την πορδή ή σαν τσουτσού εκεί που δεν τον περιμένεις. Λέγεται συνήθως όταν οδηγούμε στον δρόμο με μια κάποια ταχύτητα και ξαφνικά στρίβει από το στενό κάποιος μπάρμπα-Μπρίλιος ή καμιά γκόμενα και μας πάει σαν την κότα με 40.

Μπορεί όμως να το πούμε και για κάποιον που πετάγεται ενώ μιλάμε.

  1. - Φάε ένα μαλάκα ψωλίδη που βγήκε από την γωνία και μ' έκοψε. Πάτα γκάζι ρε αρχίδι με σου γαμήσω το μουνί που σε πέταγε! Τι θα γίνει ρε Ψωλόπουλε! Θα φτάσουμε καμιά φορά;

  2. (Μέσα στην τάξη)
    - Ποιος είπε «όχι» το 1940;
    - Ο Μεταξάς!
    - Γιατί πετάγεσαι ρε Ψωλίδη! Άσε να πάρει καλό βαθμό και κανένας άλλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
spapakons

Ξέχασα το θυληκό, είναι Ψωλίδου. Μπορούμε να πούμε και Ψωλοπούλου, αλλά λόγω του τόνου στην παραλήγουσα, εμένα δεν μ' αρέσει και πολύ. Πιο πολύ εκτονόνωμαι με το Ψωλίδου, είναι πιο σύντομο και το λες πιο γρήγορα. Όταν έχεις τα νεύρα σου θέλεις να πεις πολλά σε λίγο χρόνο και να εκτονωθείς. Οι μεγάλες λέξεις δεν βοηθάνε.