κατουμάω redirects to κατουμίζω.

κατουμίζω, κατουμάω

Τοπικός ιδιωματισμός (Χίο και Κρήτη σίγουρα, αλλά πιθανόν σε όλο το Αιγαίο) που σημαίνει, με παίρνει ο ύπνος, κλείνουν τα μάτια μου από την κούραση.

Προέρχεται μάλλον από το «κάτω» (δλδ γέρνει το κεφάλι μου κάτω αφού από την κούραση δεν μπορώ να το κρατήσω όρθιο) και η κατάληξη προστέθηκε για να γίνει πιο εύηχο. Παραλλαγή του «κατουμίζω» είναι το «κατουμάω», που σημαίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα. Συνήθως το «κατουμίζω» χρησιμοποιείται για το α' πρόσωπο, ενώ το «κατουμάω» στο β' και στο γ' πρόσωπο.

  1. - Τι θα γίνει, θα πάμε κι αλλού;
    - Πού να πάμε ρε κατεστραμένε; Αφού κατουμάς ολόκληρος.

  2. - Γιατί δεν κλείνεις το μαγαζί να πάμε παρακάτω;
    - Δεν γίνεται. Κατουμίζω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
dryhammer

αφού μαστροέλεκτρον είσαι πατριώτης, σου θυμίζω την εξήγηση του πάλαι ποτέ λυκειάρχη Blackgeorge, για το κατουμύζω από το κάτω ομμύω = κοιτάζω προς τα κάτω από το ανεξέλεγκτο πέσιμο-κλέισιμο των ματιών από τη νύστα

#2
MXΣ

Και δεν έχει καμμία σχέση, βεβαίως βεβαίως, με το κουτουλάω που λέμε όλοι εμείς οι στεριανοί...

#3
xalikoutis

Θαρρώ στην Κρήτη το λέμε κατσουμίζω, αλλά σίγουρα λέγεται το καμυώ, ή καμνυώ (ετυμολογία όπως στο σχόλιο του ξεροσφύρη).

Λέγεται και στις περιπτώσεις που κάποιος έχει τικ να κλείνει τα μάτια, και καμιά φορά λέγεται και το εξής:

-καμνυείς, μωρέ, καμνυείς;

Παναπεί «Κοιμάσαι ρε; ξύπνα!»=το νου σου!
ή «χαζός είσαι ρε; πρόσεχε».

Δηλαδή ο άνθρωπος που δε μπορεί να ελέγξει το νυσταγμό του είναι χαζός, απολίτιστος, ή έχει αρχίσει και το χάνει.