Όψιμη χασισλάνγκ: όταν την ακούς χάλια και κάνεις «βαρύ κεφάλι» μετά από κάπνισμα κακής πχοιότητας χασισακίου.
Προϋπήρχε ως ιατρικός όρος από τότε που βγήκαν οι λάσπες (βλ. πρώτο παράδειγμα), κυρίως με την μορφή καρηβαρία.
Ετυμολογείται εκ των κάρα (κεφάλι) και βαριά· η παρουσία του γαμοσλανγκενεργού «καρά-» είναι παντελώς συμπτωματική.
1.
... ἀνακαίνισις καὶ καραβαρία καὶ σκάτωσις καὶ ρῖχος περὶ τήν κεφαλήν ...
(Συμεών Μάγιστρου και Φιλοσόφου του Αντιοχέως, «Φιλοσοφικά και Ιατρικά», Βερολίνο, 1842)
2.
Το «Τραγούδι της Μορφίνας»
Αυτός είμαι εγώ…
Αυτός είσαι εσύ…
Αυτό είναι το Παν.
Στοιχειωμένοι..
Παιδιά του δρόμου. ..
Έξω όλη νύχτα..
Καραβαρία…
Μπερδεμένα όλα…
-
Καραβαρία: αποχαύνωση μετά το κάπνισμα κακής ποιότητας χασισιού.
(Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου, «Το λεξικό της Ντάγκλας», εκδόσεις Όπερα 1995)
1 comment
allivegp
Είναι δόκιμος ιατρικός όρος: καρηβαρία.
Και φυσικά, τα Κράβαρα δεν ετυμολογούνται από το «κάρα βάρα», δλδ «σημάδευε το κεφάλι» των εχθρών (Τούρκων) που μπορεί να φώναζαν (μπορεί και όχι) οι Κραβαρίτες αγωνιστές του '21.